Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

Ας μοιραστούμε τ’ όνειρο






Ας μοιραστούμε τ’ όνειρο
Απ’ όνειρο σ’όνειρο,
Κυνηγάω μία ιδέα, μία έκλαμψη ελπίδας
Μα δεν κυνηγώ μοναχή
Άνθρωποι πολλοί
Άνθρωποι που κρύβονται, άνθρωποι που κρύβουν
Μαγειρεύουν ουτοπίες
Όχι για ν’ αρνηθούν το τώρα, μα για να το εξαίρουν

Όνειρο,  ένας κόσμος τόσο απλός, με περίπλοκα λόγια
Με περίτεχνες μουσικές
Έναν κόσμο προσηλωμένο στα όνειρα που πλάθει η πλαστελίνη
Μην ονειρεύεσαι μονάχος
Να ονειρευτούμε μαζί
Στις τρεις το ξημέρωμα θα μένω

Ας μοιραστούμε τ’ όνειρο
Και πες με τρελή
Δε μου φτάνει αυτή η στιγμή, ονειρεύομαι να την πλάσω
Ονειρεύομαι να την κάμουμε ουσία μαζί
Ονειρεύομαι να ονειρευτούμε μαζί έναν κόσμο
Κι ύστερα να τον πλάσουμε

Καθ’ ομοίωσην εκείνου του ονείρου

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

Μάτ(α)ια




Το σκοτάδι
Διστακτικά, δειλά, όπως περπατά κανείς στο σκοτάδι, μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια την έλλειψη φωτός. Ακουμπά άχαρα όπου βρει, η αφή έμαθε να νικά όσα κρύβονται από την όραση, ψάχνει στο χάος να βρει πάτημα. Υπάρχουν κι ας μην τα βλέπει. Αφού δεν τα βλέπει, δεν υπάρχουν.


Το φως

Ανοιγόκλεισε κάμποσες φορές τα μάτια, γρήγορα και δίχως έλεγχο της κίνησης. Ακτίνες ασυνεχείς, διακεκομμένες από σκοτεινές σχισμές, διαπερνούσαν τα παντζούρια, ίχνη σκόνης λαμπίρισαν στον αέρα. Τα μάτια, όταν είναι καιρό πολύ σβηστά, ξεμαθαίνουν το φως. Τρεμόπαιξαν κι έπειτα άνοιξαν.


Κλείσε τα μάτια. Σφιχτά. Ζει μπροστά τους ένας κόσμος. Κι άνοιξε τα. Διάπλατα. Ζει μπροστά τους ένας άλλος. Και χώρισε ύστερα το φως από το σκοτάδι.

Ποιος είσαι λοιπόν στο φως; Ποιος είσαι στο σκοτάδι;




















Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

Δανεικά


Δεν ανήκεις πουθενά.
Δε θα ανήκω σε τίποτα.
Δανείζομαι από το μεδούλι σου.
Ρουφάς από τη χάρη μου.
Ακουμπώ στα ξεφυσήματά σου τα ζεστά βράδια.
Ποδοπατάς τις σκέψεις μου πριν σφραγίσουν τα βλέφαρα.
Στις άκρες των δαχτύλων σου στο μαξιλάρι μου, που περπατούν πριν φτάσουν στα χείλη μου,
στο χρώμα της ίριδας των ματιών σου, εδώ κατοικούμε.

Δανεικά είναι όλα και αγύριστα.
Ο χρόνος, οι λεπτοδείκτες, τα λόγια, τα σεντόνια.
Φρεναπάτη η κτήση, δίχως επιστροφή δανείζεσαι.

Λαξευμένοι οι λίθοι σου, απόκρημνη η πηγή σου.
Θα άλλαζα πολλά, μα ούτε κλωστή από την ψυχή σου.

Δανεικά ας είναι όλα, τα αυγουστιάτικα ετούτα ξημερώματα σου τα χρωστώ,
πάρε τα, σου τα χαρίζω.

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017




 


Ένα αστέρι, πολλά αστέρια. Πόσα μετράς, πόσα όχι, πόσα μέτρησες και τώρα πια δε ζουν.

Ένα ποτάμι, χλωμό ποτάμι. Ρεύμα ορμητικό, άφεση δεν έχει και τώρα πια εκβάλλει.

Ελευθερία μία, ελευθερία μία.  Μόνο εκείνη ζητάω.

Μία ζωή, ένοχη ζωή. Απηλιωτής αδέσμευτος, ποτάμι που κυλά, αστέρι αυτόφωτο, νοτιάς σαρωτικός.

Νιώθεις γυμνός, ασυγκράτητος, σχεδόν άυλος. Έτσι είναι.


Τρίτη 16 Μαΐου 2017

Αναχωρώντας


Για μια τελευταία φορά βρέθηκε στο σπίτι του. Το σπίτι του, το δικό του σπίτι. Όχι το νοικιασμένο σπίτι του τελευταίου χρόνου αλλά το σπίτι του. Εκείνο που έχτισε με τα ίδια του τα χέρια, εκείνο μέσα στο οποίο μεγάλωσε τα παιδιά του, εκείνο που συντηρούσε με κόπο τα τελευταία χρόνια εκείνο στο οποίο ήθελε να θυμάται τη ζωή του. Το σπίτι του, λοιπόν, ήταν γεμάτο κόσμο. Άνθρωποι πηγαινοέρχονταν μέσα και έξω, άνθρωποι έπιναν και έτρωγαν, άνθρωποι γελούσαν, άνθρωποι δάκρυζαν. Πήρε το τσιγάρο που του είχαν αφήσει και άρχισε να το καπνίζει διασχίζοντας με ελαφρά βήματα τα δωμάτια του σπιτιού του.

Σάββατο 6 Μαΐου 2017

Υπνόσακος

Χθες κοιμήθηκα σε έναν υπνόσακο. Χθες κοιμήθηκα κάτω από τα πολλά πολλά αστέρια, χθες θυμήθηκα πως ήρθε η εποχή που τραγουδούν πάλι τα πουλιά.
Κι η νύχτα ήταν όμορφη κα μύριζε ερχομός καλοκαιριού κι ήρθανε τα χελιδόνια και φεύγουνε τα κρύα βράδια. Κι εγώ πάλι σκεφτόμουν και σκεφτόμουν, αν είμαστε αεικίνητα πουλιά και πετάμε στα όνειρά μας κι αν μας προσγειώνουν οι φόβοι μας. Κι ανοίγουμε διάπλατα φτερά σε ό,τι ποθούμε κι αγαπάμε κι είναι ο δικός μας ο νότος, ετούτη η Ιθάκη. Πάμε ψηλά, πολύ ψηλά, εκεί που γίνεται ο παλμός διπλός. Κι άλλοτε μας κρατάει σφηνωμένους ένας φόβος κι άλλοτε γυρνάμε στη γη με πληγές. Κι είναι βαρίδι να φοβάσαι κι είναι δαιμόνιο να τρομάζεις.

Είναι χελιδόνια που τα βαραίνει ο φόβος κι είναι χελιδόνια που πετούν μακριά. Αν τα δεις, να τους ψιθυρίσεις να πετάξουν. Τους φόβους τους έπνιξε μία παλιά, πηγαία δύναμη, πως τα πόδια πατούν στη γη και λίγο αιωρούνται, πως τα πόδια φτιάχτηκαν ώσπου να μάθεις να πετάς.

Τον υπνόσακο σου πάρε, απόψε θα πετάξουμε στις σκέψεις σου μαζί.


Σάββατο 15 Απριλίου 2017

Μου λύπης




Σαν σήμερα. Σήμερα οφείλω να σου αφιερώσω τουλάχιστον τούτες τις λεξούλες. Κι ας μην ξέρεις ότι γράφω για εσένα. Κι ας μην τις διαβάσεις ποτέ. Είναι μία στιγμιαία εκλάμψη.

Θέλω να ξαναπιούμε μπύρες ξαπλωμένοι στο μπαλκόνι σου. Θέλω σε εσένα μόνο να δείξω την ψυχή μου. Να μετράμε αστερισμούς, τον γαλαξία της Ανδρομέδας, να με διορθώνεις. Γιατί πάντα σε εσένα θα επιστρέφει η παράνοια της σκέψης μου. Εσύ είσαι ο εκείνος που έκανε τα απάνθρωπα, ανθρώπινα.

Θέλω να γεμίσω το δυάρι σου πάλι με την ύπαρξή μου. Να μαγειρεύω τραγουδώντας. Θέλω να κλειδώσω ένα ποίημα μου στο συρτάρι σου. Να ξεχάσω εκεί το πουλόβερ μου. Να φύγω με το πουκάμισό σου. Να αποκοιμηθείς με τα τραγούδια μου. Θέλω να προσποιηθώ πως δε χάθηκες, πως ζεις ακόμη εδώ. 

Ίσως δακρύζω λίγο, καθώς γράφω, αλλά ο αέρας θα ξηράνει το δάκρυ, θα μείνει μονάχα εκείνη η αίσθηση, η αφυδατωμένη διαδρομή που έκανε η στάλα μέχρι να με πνίξει στην αλμύρα. Κάποτε έβαλα σε ένα τσουκάλι μια χούφτα χώμα, μια κουταλιά γέλιο και την ελπίδα μου να με αγαπήσεις. Όλα αυτά έγιναν φίλτρο μαγικό, δηλητήριο θανατηφόρο. Αντίδοτο δεν υπάρχει. Εσύ υπήρχες, υπήρξες. Υπάρχεις κι ας μην μπορώ να σε αγγίξω.

Να σε βρω μία μέρα ελπίζω κάτω από την πόρτα μου. Να μάθω τι κάνεις, αν τολμάς όσα αγαπάς κι αν είναι καλά ο λογισμός σου. Γιατί μου έλειψες. Όπως μου λείπουν όλοι μα και λίγο παραπάνω. Γιατί είσαι διαφορετικότερος. Κι εγώ ευτυχισμένη.

Απλή είναι η θεωρία, απλούστερη η γραμματοσειρά. Κι ας μοιάζουν οι κατάλευκες σελίδες κενές, σου απαγορεύω ρητά να γράψεις. Ασυναρτησίες, με νάρκωσε η μέρα και η υπενθύμιση στο κινητό μου. Με νάρκωσε για πρώτη φορά η ιδέα σου. Κι ας ήταν διάττοντας αστέρας. Ας ήταν εσώκλειστη σε εκείνο το σπιτάκι του μυαλού σου. Ας φώλιαζε στο χαμόγελό σου.

Σα σήμερα, είδα τα μάτια σου αντίκρυ στα δικά μου. Κι ας μην ξέρω πια τι χρώμα έχουν. Μα μαντεύω πως είναι στο χρώμα του πρώτου φύλλου της άνοιξης.

Κι αν το διαβάσεις, να βρεις μέσα την υπογραφή σου. Κι αν πέρασε καιρός, να μας θυμηθείς για λίγα κλάσματα του χρόνου που επινοήσαμε. Ήταν μια μέρα σαν τη σημερινή κι ένα κουτί από σπίρτα, θυμάσαι;


Τώρα πια μπήκε η άνοιξη και μόνο εσύ με λυπείς, μόνο εσύ μου λύπης.




Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

Έρωτα μου αγιάτρευτε και καημέ μου μεγάλε…


Ερωτιάρηδες και μη φίλοι μου, ερωτευμένα πουλάκια εκεί έξω που αναζητάτε να βρείτε το άλλο σας μισό ή ερωτύλοι φεισμπουκόφιλοι που ψάχνετε το νέο quote για το εξώφυλλό σας! Είστε στο κατάλληλο σημείο! Εδώ που η θερμοκρασία δωματίου ανεβαίνει, εδώ που είναι οι κατάλληλες προϋποθέσεις αλλά γίνεται πιο ακατάλληλη η σκηνή… Καλώς ήρθατε, λοιπόν, σε ένα κόσμο γεμάτο- με τι άλλο- με έρωτα. Γι’ αυτό, ας χαμηλώσουν τα φώτα, ας ανάψουν τα κόκκινα κεριά με άρωμα τριαντάφυλλου, ας ανοίξουν τα μπουκάλια με το κόκκινο κρασί Βουργουνδίας και ας παίξει Joe Cocker στους δέκτες μας. Έτσι, για να ενισχύσουμε την ερωτικότητα του χώρου. Εδώ, λοιπόν, θα δούμε τι είναι έρωτας. Και όχι ερωτάκος από αυτούς που περνάνε με λίγη σοκολάτα, αλλά μιλάμε για τον ερώταρο, τον ασίκη, τον μπελαλή που δεν σε αφήνει να κλείσεις μάτι όλη νύχτα και σε βάζει να διαβάζεις Πολυδούρη και εκεί που λέει η βασανισμένη ψυχή της καλλιτέχνιδος «Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα» να απαγγέλεις με λυγμό και η γειτόνισσα να νομίζει ότι ακούει τον Πρέκα στο ΟΧΙ.

Για αυτόν τον έρωτα θα μιλήσουμε. Και θα μιλήσουμε δια στόματος ανθρώπων πρώην, νυν και αεί ερωτευμένων. Απόψεις περί έρωτα, λοιπόν, γεμάτες πάθος, πόνο, κλάμα, υστερία, τρέλα και όσα περιλαμβάνει ο έρωτας. Lets get it started!



 «Έρωτας είναι έκρηξη μυαλού»: Η χημική άποψη. Προφανώς, το συγκεκριμένο ερωτιάρικο πουλί έχει στο μυαλό του μια έκρηξη υδρογονοβόμβας όπως αυτή που έριξε μια άλλη ερωτύλα μορφή, ο Mr. Kim Jong-Un. Οου! Πόσες ερωτικές εκρήξεις να αντέξει και αυτός ο πλανήτης.

«Είναι να λες ας με πάρει πρώτος ενώ ήδη πληκτρολογείς τον αριθμό». Η ψυχιατρική οπτική. Ο έρωτας προκαλεί διπολική διαταραχή όπου άλλα λες, άλλα κάνεις και άλλα εννοείς. Ένας μικρός Dr. Jekyll και Mr. Hyde κοιμάται μέσα μας, για αυτό watch out lovers!

«Η αιώνια επιστροφή στα χρόνια της παιδικής αθωότητας». H ψυχολογική άποψη. Επιστροφή στο στάδιο της αισθησιοκινητικής αντίληψης του Piaget, εκεί που τα κάνουμε πάνω μας και μιλάμε με «βα βα βα».  Για αυτό και οι ερωτευμένοι μιλάνε με λεξούλες όπως «βουβούνι, μπουμπού, μπομπολίνο, κουτούνι, παπάκι κ.λπ.». Ω μωλε!!!!

«Όταν αισθάνεσαι ότι η ζωή σου ξαφνικά απέκτησε νόημα και συνειδητοποιείς ότι η αιτία είναι ένα και μόνο πρόσωπο γύρω από το οποίο περιστρέφονται όλα στη ζωή σου». Η φιλοσοφική οπτική. Το υποκείμενο του έρωτά μας, λέει στη περίπτωση αυτή το πιτσουνάκι, αποτελεί το υλικό, το ποιητικό, το μορφικό και το τελικό αίτιο στη ζωή μας. Μμμ, αιτιακή ερωτική φιλοσοφία! Like it!

«Έρωτας είναι να χάνεις το μυαλό και την αναπνοή σου με ένα του κοίταγμα». Η άποψη της Παθολογίας. Ω ναι ερωτύλοι φίλοι μου, η συγκεκριμένη ασθένεια δεν περνά με τσαγάκι, φιδέ, γαλατάκι με μέλι ή οζονοποιημένο νερό που συστήνει και  ο Dr. Φικιώρης, the love doctor.

«Έρωτας είναι η αλληλεπίδραση δύο ψυχών με σκοπό την ολοκλήρωσή τους». Η οπτική της Φυσικής. Ο έρωτας σαν ένα άλλο γκλουόνιο, τσότσο στο μάτι αλλά… με τσαχπινογαργαλιάρικες ιδιότητες στους πυρηνικούς τομείς, δημιουργεί την αλληλεπίδραση στα δύο πιτσουνούλια μας για να γίνουν ένα! Oh the Erotic Physics!

«Είναι ένα ποτάμι έντονων συναισθημάτων που ξεπερνά το φράγμα της λογικής, παρασύρει ό,τι βρει στο διάβα του και καταλήγει σε μια θάλασσα είτε ευτυχίας είτε δυστυχίας». Η περιβαλλοντική άποψη. Stay cool ερωτιάρικες πεστροφίτσες μου και κανένα φράγμα δεν θα σας εμποδίσει από το να συναντήσετε τον πεστροφοέρωτα. Αρκεί να κολυμπάτε και ανάποδα καμιά φορά!

«Είναι η Κίρκη που σε μάγεψε και η Πηνελόπη που περιμένεις να αντικρύσεις, είναι ο Κύκλωπας ο Κανένας και είναι μια Οδύσσεια που τελειωμό δεν έχει και το νησί των μακαρίων που πάντοτε θα ναυαγείς». Η ομηρική άποψη. Άνδρα μοι έννεπε, Μούσα, ερωτευμένον, ος μάλα πολλά επάθη, επεί πιτσουνακίω ιερά ματάκια ηγάπησε! Γεια σου ερωτύλε μου Όμηρε με τα σεκλέτια σου!

«Είναι οι χιλιάδες πολύχρωμες πεταλούδες στο στομάχι μόλις αντικρίσεις τα μάτια και το χαμόγελο που τόσο πολύ λαχταρούσες». Η οπτική της Ζωολογίας. Τα ζωικά ένστικτα ξύπνησαν και τα ερωτικά μας λεπιδόπτερα αφήνουν ελεύθερες τις φερομόνες τους για να χορέψουν το χορό του Ησαΐα. Love is in the air, πιτσουνάκια!

«Όλα στον υπερθετικό βαθμό». Η άποψη της Γραμματικής. Ο Έρως-Μπαμπινιώτης πετάει τα βέλη του και αλίμονο σας πιτσουνάκια εάν δεν ξέρετε τα παραθετικά των επιθέτων! Ομιλείτε ελληνικά ή θα σας τις βρέξει the love professor;

«Έρως, έρως, έρως σαλαμάκι αέρος που το ‘φαγε ο γέρος και…» και τέλος πάντων «αερίσθη εις το μέρος». Η οπτική της Γαστρεντερολογίας. Ου λα λα ερωτιάρικο πιτσουνάκι μου! Ήξερα ότι ο έρωτας περνά από το στομάχι αλλά από ό,τι φαίνεται περνά και από το έντερο. Και καθότι σαλαμάκι αέρος, ο έρως μπορεί να προκαλέσει ολίγες εντερικές διαταραχές. Πολύ ρύζι λαπά ερωτύλοι φίλοι μου και δεν θα έχετε πρόβλημα!

Όσο για τη δική μας άποψης θα βροντοφωνάξουμε «εν οίδα ότι ουδέν είδα» και θα σας αφήσουμε να πιτσουνιάσετε! Συνεχίστε να ερωτεύεστε άφοβα «μυστήρια πλάσματα» και πάρτε quotes για το εξώφυλλό σας!
 

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017

Τσιχλόφουσκες




Είναι άδικο τόσο άδικο. Ακούστηκε η κοπέλα από το διπλανό τραπέζι. Μίλησε με μένος, φαινόταν μπουχτισμένη, κάπνιζε μανιακά. Η φίλη της, λίγο Λούνα από το Χάρυ Πότερ, λίγο ιδιόρρυθμη, δεν την κοίταξε καν. Νωχελικά, έκανε τεράστιες φούσκες με την τσίχλα της, αγνοώντας την έκρηξη της φίλης της, απαντώντας ανέκφραστα, κάνε το εσύ δίκαιο...

Μίλα. Δεν έχω κάτι να πω. Να πεις αυτό που σκέφτεσαι.

Τι σκέφτηκα εγώ; Πως τα δίκαια και τα ίσα, αν τα περίμενα, θα χαραμιζόμουν. Πως πάντα πίστευα σε μια σφεντόνα που τα χτυπάει τα άδικα και τα αναποδογυρίζει. Ανώφελα ή παθιασμένα, ρομαντικά ή παιδιάστικα.

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

Ας χαθώ


Περπάτησε στις μύτες των ποδιών της. Κατέβηκε αργά τα σκαλιά, η σκάλα ήταν ξύλινη και παλιά κι έτριζε, αν πατούσες απότομα. Δεν ήθελε να ξυπνήσει κανέναν, δεν ήθελε να την καταλάβουν. Μέσα στο σκοτάδι, με το λιγοστό φως που έφεγγε από το δρόμο, ψηλάφισε να βρει το παλτό της, το έπιασε. Σιγανά άρπαξε τα κλειδιά στα χέρια, σα να έπιανε κάτι πολύτιμο, τη λύτρωσή της. Φόρεσε βιαστικά το παλτό της και βγήκε έξω.

Μονομιάς ανακουφίστηκε λίγο η σκέψη της. Η ατμόσφαιρα ήταν υγρή, έβρεχε μέρες τώρα και οι δρόμοι ήταν γυαλιστεροί γεμάτοι αντικατοπτρισμούς. Τώρα θα αποφάσιζε, αν πήγαινε προς τα δεξιά, θα περπατούσε λίγο μέχρι τον κεντρικό δρόμο, θα χάζευε τα θολά τζάμια από τα όμορφα καταστήματα. Θα μπορούσε να φανταστεί του θαμώνες των εστιατορίων να αποφασίζουν τι θα επιλέξουν από τον κατάλογο και τα ρομαντικά ζευγάρια να μοιράζονται στιγμές με ένα ποτήρι κρασί. Ίσως να σκάρωνε και στο μυαλό της φανταστικούς διαλόγους, λέξεις που θα ταίριαζαν να βγαίνουν από τα στόματα όσων υπέπιπταν στην ματιά της. Μα κόσμος και φασαρία, και εκείνη ζητούσε να αδειάσει το μυαλό της. Καλύτερα να πάει προς τα αριστερά. Εκεί ναι, εκεί θα έβρισκε τη γαλήνη που γύρευε.

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

Χαρμολύπη



Δεν ξέρω τι με έκανε να ξυπνήσω. Μπορεί ο ήχος από τη βροχή που δυνάμωνε ή η απουσία του ήχου από το ραδιόφωνο που  ο παππούς είχε αφήσει πάνω στο κομοδίνο. Ναι, το ραδιόφωνο σταμάτησε, αλλά ο παππούς κοιμόταν και δεν κατάλαβε. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα και τη γιαγιά να κοιμάται γαλήνια, σαν να ονειρευόταν τα καλοκαίρια που πέρασε στο Μούρτο. Τότε που κολυμπούσε άφοβα στα παγωμένα νερά του Γαλλικού Μόλου, φτάνοντας στο απέναντι νησί, για να περάσει το απόγευμά της ψαρεύοντας και τραγουδώντας. Γιατί η γιαγιά είχε ωραία φωνή- ακόμα έχει- αλλά ο πατέρας την δεν ήθελε να την κάνει «ελευθέρων ηθών». Καλύτερα, γιατί τότε ίσως να μην ήταν δική μου γιαγιά.

Ξέφυγα από την αγκαλιά της όπως ήμουν ξαπλωμένη και χαμογέλασα με το γεγονός ότι 25 χρονών κοπέλα ήθελα την αγκαλιά της γιαγιάς για να κοιμηθώ. Είναι, μαλλον, ότι η αγκαλιά της μοιάζει με την αγκαλιά που περιγράφει και η Οριάνα Φαλάτσι στο αγέννητο παιδί της: «Θα σου άρεσε η γιαγιά γιατί είναι παχουλή και μαλακή, με μια μεγάλη παχουλή και μαλακή κοιλιά για να ξαπλώνεις, με δυο χέρια παχουλά και μαλακά για να σε προστατεύουν και ένα χαμόγελο που ηχεί σαν συναυλία από καμπανούλες. Δεν ξέρω τι την έκανε να γελάει με αυτόν τον τρόπο, αλλά πιστεύω ότι ήταν γιατί είχε κλάψει πολύ». Και η γιαγιά μου έχει κλάψει πολύ. Έχει κλάψει για τη θεία μου που έχασε τις διδυμούλες και τώρα θα ήταν στην ηλικία μου, για την αδερφή μου που γεννήθηκε εφταμηνίτικο, για τον θείο μου που αρρώστησε, για τον αδερφό που έχασε, για τον παππού που σβήνει. Γιατί ο παππούς σβήνει και λιώνει όπως το κερί που κρατάς και από στερεό γίνεται υγρό και κυλάει στα δάχτυλά σου και καίει σαν μικρή φλέβα λάβας.