Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017

Τσιχλόφουσκες




Είναι άδικο τόσο άδικο. Ακούστηκε η κοπέλα από το διπλανό τραπέζι. Μίλησε με μένος, φαινόταν μπουχτισμένη, κάπνιζε μανιακά. Η φίλη της, λίγο Λούνα από το Χάρυ Πότερ, λίγο ιδιόρρυθμη, δεν την κοίταξε καν. Νωχελικά, έκανε τεράστιες φούσκες με την τσίχλα της, αγνοώντας την έκρηξη της φίλης της, απαντώντας ανέκφραστα, κάνε το εσύ δίκαιο...

Μίλα. Δεν έχω κάτι να πω. Να πεις αυτό που σκέφτεσαι.

Τι σκέφτηκα εγώ; Πως τα δίκαια και τα ίσα, αν τα περίμενα, θα χαραμιζόμουν. Πως πάντα πίστευα σε μια σφεντόνα που τα χτυπάει τα άδικα και τα αναποδογυρίζει. Ανώφελα ή παθιασμένα, ρομαντικά ή παιδιάστικα.


Γιατί την όποια ευτυχία, την έβρισκα από κάποτε μέχρι τώρα μέχρι όποτε, στα μικροσκοπικά, κρυμμένα κάτω από βοτσαλάκια, τεχνάσματα. Όσο κι αν αδικήθηκα, αδικούμαι ή θα αδικηθώ. Και θα υπερασπίζομαι εμένα. Και θα κερδίζω.

Γιατί κάνω τα μαλλιά μου ηλίθιους κότσους. Γιατί γκρινιάζω σαν πεντάχρονο και είμαι ανυπόμονη όσο δεν πάει, αλλά αφηγούμαι ιστορίες παράνοιες με αυτούς τους κότσους, και με συγχωρούν.
Γιατί σήμερα με σκούντηξε ένα αγοράκι και μου είπε πως όταν μεγαλώσει, θα με παντρευτεί.
Γιατί η ηλιοκαμένη μου μύτη στις καλοκαιρινές φωτογραφίες, μου θυμίζει τις ώρες που πάλευα να μάθω ρακέτες κι είμαι πιο ανίκανη από τους ανίκανους. Αλλά έπαιξα.
Γιατί ο λαχειοπώλης μου έδωσε ένα λαχείο κι όταν του είπα πως είμαι άτυχη, μου απάντησε, πως τους ανθρώπους που χαμογελούν έτσι, η τύχη τους αγαπάει. Πού να ήξερε.
Γιατί σχεδιάζω να βγάλω φωτογραφία το ωκεάνιο κύμα στην Τενερίφη και να βγάλω το καλοκαίρι σε μία σκηνή, τριγυρνώντας με δερμάτινα σανδάλια.
Γιατί εκεί που βλέπεις γκρίζο, εγώ βλέπω σκούρο μωβ που θα γίνει βιολετί και μετά ευτυχία.
Γιατί όσες φορές κι αν μορφοποίησα κι άλλαξα το κείμενο και πάτησα backspace, τελικά το ξαναέγραψα.
Γιατί αν πάρω σοβαρά το παιχνίδι, θα με καβαλήσει.
Γιατί για όσα θα τσατιζόμουν, σήμερα γελάω. Κι όσο γελάω, δε φοβάμαι.

Γιατί στην τελική, υπάρχει ένας ήλιος. Και είναι όλος δικός μου. Κι αν έχει συννεφιά, θα τον ζωγραφίσω σε ένα φύλλο ακουαρέλας. Και θα φοράει γυαλιά ηλίου. Κι ας είναι ειρωνεία.

Πήρα κι εγώ ένα κουτί τσιχλόφουσκες, μία φράουλα, μία βατόμουρο, μία μπλε που δεν ξέρω τι γεύση έχει. Ίσως είναι ένας τρόπος να εστιάζεις τη σκέψη σου σε ό,τι βιάζει το μυαλό σου.

Κάνω τεράστιες φούσκες με την μπαμπαλού και σκέφτομαι. Πάλεψε.
Κι όσο σκάνε. Ξανά από την αρχή.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου