Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

Ας μοιραστούμε τ’ όνειρο






Ας μοιραστούμε τ’ όνειρο
Απ’ όνειρο σ’όνειρο,
Κυνηγάω μία ιδέα, μία έκλαμψη ελπίδας
Μα δεν κυνηγώ μοναχή
Άνθρωποι πολλοί
Άνθρωποι που κρύβονται, άνθρωποι που κρύβουν
Μαγειρεύουν ουτοπίες
Όχι για ν’ αρνηθούν το τώρα, μα για να το εξαίρουν

Όνειρο,  ένας κόσμος τόσο απλός, με περίπλοκα λόγια
Με περίτεχνες μουσικές
Έναν κόσμο προσηλωμένο στα όνειρα που πλάθει η πλαστελίνη
Μην ονειρεύεσαι μονάχος
Να ονειρευτούμε μαζί
Στις τρεις το ξημέρωμα θα μένω

Ας μοιραστούμε τ’ όνειρο
Και πες με τρελή
Δε μου φτάνει αυτή η στιγμή, ονειρεύομαι να την πλάσω
Ονειρεύομαι να την κάμουμε ουσία μαζί
Ονειρεύομαι να ονειρευτούμε μαζί έναν κόσμο
Κι ύστερα να τον πλάσουμε

Καθ’ ομοίωσην εκείνου του ονείρου

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

Μάτ(α)ια




Το σκοτάδι
Διστακτικά, δειλά, όπως περπατά κανείς στο σκοτάδι, μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια την έλλειψη φωτός. Ακουμπά άχαρα όπου βρει, η αφή έμαθε να νικά όσα κρύβονται από την όραση, ψάχνει στο χάος να βρει πάτημα. Υπάρχουν κι ας μην τα βλέπει. Αφού δεν τα βλέπει, δεν υπάρχουν.


Το φως

Ανοιγόκλεισε κάμποσες φορές τα μάτια, γρήγορα και δίχως έλεγχο της κίνησης. Ακτίνες ασυνεχείς, διακεκομμένες από σκοτεινές σχισμές, διαπερνούσαν τα παντζούρια, ίχνη σκόνης λαμπίρισαν στον αέρα. Τα μάτια, όταν είναι καιρό πολύ σβηστά, ξεμαθαίνουν το φως. Τρεμόπαιξαν κι έπειτα άνοιξαν.


Κλείσε τα μάτια. Σφιχτά. Ζει μπροστά τους ένας κόσμος. Κι άνοιξε τα. Διάπλατα. Ζει μπροστά τους ένας άλλος. Και χώρισε ύστερα το φως από το σκοτάδι.

Ποιος είσαι λοιπόν στο φως; Ποιος είσαι στο σκοτάδι;




















Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

Δανεικά


Δεν ανήκεις πουθενά.
Δε θα ανήκω σε τίποτα.
Δανείζομαι από το μεδούλι σου.
Ρουφάς από τη χάρη μου.
Ακουμπώ στα ξεφυσήματά σου τα ζεστά βράδια.
Ποδοπατάς τις σκέψεις μου πριν σφραγίσουν τα βλέφαρα.
Στις άκρες των δαχτύλων σου στο μαξιλάρι μου, που περπατούν πριν φτάσουν στα χείλη μου,
στο χρώμα της ίριδας των ματιών σου, εδώ κατοικούμε.

Δανεικά είναι όλα και αγύριστα.
Ο χρόνος, οι λεπτοδείκτες, τα λόγια, τα σεντόνια.
Φρεναπάτη η κτήση, δίχως επιστροφή δανείζεσαι.

Λαξευμένοι οι λίθοι σου, απόκρημνη η πηγή σου.
Θα άλλαζα πολλά, μα ούτε κλωστή από την ψυχή σου.

Δανεικά ας είναι όλα, τα αυγουστιάτικα ετούτα ξημερώματα σου τα χρωστώ,
πάρε τα, σου τα χαρίζω.

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017




 


Ένα αστέρι, πολλά αστέρια. Πόσα μετράς, πόσα όχι, πόσα μέτρησες και τώρα πια δε ζουν.

Ένα ποτάμι, χλωμό ποτάμι. Ρεύμα ορμητικό, άφεση δεν έχει και τώρα πια εκβάλλει.

Ελευθερία μία, ελευθερία μία.  Μόνο εκείνη ζητάω.

Μία ζωή, ένοχη ζωή. Απηλιωτής αδέσμευτος, ποτάμι που κυλά, αστέρι αυτόφωτο, νοτιάς σαρωτικός.

Νιώθεις γυμνός, ασυγκράτητος, σχεδόν άυλος. Έτσι είναι.


Τρίτη 16 Μαΐου 2017

Αναχωρώντας


Για μια τελευταία φορά βρέθηκε στο σπίτι του. Το σπίτι του, το δικό του σπίτι. Όχι το νοικιασμένο σπίτι του τελευταίου χρόνου αλλά το σπίτι του. Εκείνο που έχτισε με τα ίδια του τα χέρια, εκείνο μέσα στο οποίο μεγάλωσε τα παιδιά του, εκείνο που συντηρούσε με κόπο τα τελευταία χρόνια εκείνο στο οποίο ήθελε να θυμάται τη ζωή του. Το σπίτι του, λοιπόν, ήταν γεμάτο κόσμο. Άνθρωποι πηγαινοέρχονταν μέσα και έξω, άνθρωποι έπιναν και έτρωγαν, άνθρωποι γελούσαν, άνθρωποι δάκρυζαν. Πήρε το τσιγάρο που του είχαν αφήσει και άρχισε να το καπνίζει διασχίζοντας με ελαφρά βήματα τα δωμάτια του σπιτιού του.

Σάββατο 6 Μαΐου 2017

Υπνόσακος

Χθες κοιμήθηκα σε έναν υπνόσακο. Χθες κοιμήθηκα κάτω από τα πολλά πολλά αστέρια, χθες θυμήθηκα πως ήρθε η εποχή που τραγουδούν πάλι τα πουλιά.
Κι η νύχτα ήταν όμορφη κα μύριζε ερχομός καλοκαιριού κι ήρθανε τα χελιδόνια και φεύγουνε τα κρύα βράδια. Κι εγώ πάλι σκεφτόμουν και σκεφτόμουν, αν είμαστε αεικίνητα πουλιά και πετάμε στα όνειρά μας κι αν μας προσγειώνουν οι φόβοι μας. Κι ανοίγουμε διάπλατα φτερά σε ό,τι ποθούμε κι αγαπάμε κι είναι ο δικός μας ο νότος, ετούτη η Ιθάκη. Πάμε ψηλά, πολύ ψηλά, εκεί που γίνεται ο παλμός διπλός. Κι άλλοτε μας κρατάει σφηνωμένους ένας φόβος κι άλλοτε γυρνάμε στη γη με πληγές. Κι είναι βαρίδι να φοβάσαι κι είναι δαιμόνιο να τρομάζεις.

Είναι χελιδόνια που τα βαραίνει ο φόβος κι είναι χελιδόνια που πετούν μακριά. Αν τα δεις, να τους ψιθυρίσεις να πετάξουν. Τους φόβους τους έπνιξε μία παλιά, πηγαία δύναμη, πως τα πόδια πατούν στη γη και λίγο αιωρούνται, πως τα πόδια φτιάχτηκαν ώσπου να μάθεις να πετάς.

Τον υπνόσακο σου πάρε, απόψε θα πετάξουμε στις σκέψεις σου μαζί.


Σάββατο 15 Απριλίου 2017

Μου λύπης




Σαν σήμερα. Σήμερα οφείλω να σου αφιερώσω τουλάχιστον τούτες τις λεξούλες. Κι ας μην ξέρεις ότι γράφω για εσένα. Κι ας μην τις διαβάσεις ποτέ. Είναι μία στιγμιαία εκλάμψη.

Θέλω να ξαναπιούμε μπύρες ξαπλωμένοι στο μπαλκόνι σου. Θέλω σε εσένα μόνο να δείξω την ψυχή μου. Να μετράμε αστερισμούς, τον γαλαξία της Ανδρομέδας, να με διορθώνεις. Γιατί πάντα σε εσένα θα επιστρέφει η παράνοια της σκέψης μου. Εσύ είσαι ο εκείνος που έκανε τα απάνθρωπα, ανθρώπινα.

Θέλω να γεμίσω το δυάρι σου πάλι με την ύπαρξή μου. Να μαγειρεύω τραγουδώντας. Θέλω να κλειδώσω ένα ποίημα μου στο συρτάρι σου. Να ξεχάσω εκεί το πουλόβερ μου. Να φύγω με το πουκάμισό σου. Να αποκοιμηθείς με τα τραγούδια μου. Θέλω να προσποιηθώ πως δε χάθηκες, πως ζεις ακόμη εδώ. 

Ίσως δακρύζω λίγο, καθώς γράφω, αλλά ο αέρας θα ξηράνει το δάκρυ, θα μείνει μονάχα εκείνη η αίσθηση, η αφυδατωμένη διαδρομή που έκανε η στάλα μέχρι να με πνίξει στην αλμύρα. Κάποτε έβαλα σε ένα τσουκάλι μια χούφτα χώμα, μια κουταλιά γέλιο και την ελπίδα μου να με αγαπήσεις. Όλα αυτά έγιναν φίλτρο μαγικό, δηλητήριο θανατηφόρο. Αντίδοτο δεν υπάρχει. Εσύ υπήρχες, υπήρξες. Υπάρχεις κι ας μην μπορώ να σε αγγίξω.

Να σε βρω μία μέρα ελπίζω κάτω από την πόρτα μου. Να μάθω τι κάνεις, αν τολμάς όσα αγαπάς κι αν είναι καλά ο λογισμός σου. Γιατί μου έλειψες. Όπως μου λείπουν όλοι μα και λίγο παραπάνω. Γιατί είσαι διαφορετικότερος. Κι εγώ ευτυχισμένη.

Απλή είναι η θεωρία, απλούστερη η γραμματοσειρά. Κι ας μοιάζουν οι κατάλευκες σελίδες κενές, σου απαγορεύω ρητά να γράψεις. Ασυναρτησίες, με νάρκωσε η μέρα και η υπενθύμιση στο κινητό μου. Με νάρκωσε για πρώτη φορά η ιδέα σου. Κι ας ήταν διάττοντας αστέρας. Ας ήταν εσώκλειστη σε εκείνο το σπιτάκι του μυαλού σου. Ας φώλιαζε στο χαμόγελό σου.

Σα σήμερα, είδα τα μάτια σου αντίκρυ στα δικά μου. Κι ας μην ξέρω πια τι χρώμα έχουν. Μα μαντεύω πως είναι στο χρώμα του πρώτου φύλλου της άνοιξης.

Κι αν το διαβάσεις, να βρεις μέσα την υπογραφή σου. Κι αν πέρασε καιρός, να μας θυμηθείς για λίγα κλάσματα του χρόνου που επινοήσαμε. Ήταν μια μέρα σαν τη σημερινή κι ένα κουτί από σπίρτα, θυμάσαι;


Τώρα πια μπήκε η άνοιξη και μόνο εσύ με λυπείς, μόνο εσύ μου λύπης.