Περπάτησε στις μύτες των ποδιών της. Κατέβηκε αργά τα σκαλιά, η σκάλα ήταν ξύλινη και παλιά κι έτριζε, αν πατούσες απότομα. Δεν ήθελε να ξυπνήσει κανέναν, δεν ήθελε να την καταλάβουν. Μέσα στο σκοτάδι, με το λιγοστό φως που έφεγγε από το δρόμο, ψηλάφισε να βρει το παλτό της, το έπιασε. Σιγανά άρπαξε τα κλειδιά στα χέρια, σα να έπιανε κάτι πολύτιμο, τη λύτρωσή της. Φόρεσε βιαστικά το παλτό της και βγήκε έξω.
Μονομιάς ανακουφίστηκε λίγο η
σκέψη της. Η ατμόσφαιρα ήταν υγρή, έβρεχε μέρες τώρα και οι δρόμοι ήταν
γυαλιστεροί γεμάτοι αντικατοπτρισμούς. Τώρα θα αποφάσιζε, αν πήγαινε προς τα
δεξιά, θα περπατούσε λίγο μέχρι τον κεντρικό δρόμο, θα χάζευε τα θολά τζάμια
από τα όμορφα καταστήματα. Θα μπορούσε να φανταστεί του θαμώνες των εστιατορίων
να αποφασίζουν τι θα επιλέξουν από τον κατάλογο και τα ρομαντικά ζευγάρια να
μοιράζονται στιγμές με ένα ποτήρι κρασί. Ίσως να σκάρωνε και στο μυαλό της φανταστικούς
διαλόγους, λέξεις που θα ταίριαζαν να βγαίνουν από τα στόματα όσων υπέπιπταν
στην ματιά της. Μα κόσμος και φασαρία, και εκείνη ζητούσε να αδειάσει το μυαλό της. Καλύτερα
να πάει προς τα αριστερά. Εκεί ναι, εκεί θα έβρισκε τη γαλήνη που γύρευε.