Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

Ας χαθώ


Περπάτησε στις μύτες των ποδιών της. Κατέβηκε αργά τα σκαλιά, η σκάλα ήταν ξύλινη και παλιά κι έτριζε, αν πατούσες απότομα. Δεν ήθελε να ξυπνήσει κανέναν, δεν ήθελε να την καταλάβουν. Μέσα στο σκοτάδι, με το λιγοστό φως που έφεγγε από το δρόμο, ψηλάφισε να βρει το παλτό της, το έπιασε. Σιγανά άρπαξε τα κλειδιά στα χέρια, σα να έπιανε κάτι πολύτιμο, τη λύτρωσή της. Φόρεσε βιαστικά το παλτό της και βγήκε έξω.

Μονομιάς ανακουφίστηκε λίγο η σκέψη της. Η ατμόσφαιρα ήταν υγρή, έβρεχε μέρες τώρα και οι δρόμοι ήταν γυαλιστεροί γεμάτοι αντικατοπτρισμούς. Τώρα θα αποφάσιζε, αν πήγαινε προς τα δεξιά, θα περπατούσε λίγο μέχρι τον κεντρικό δρόμο, θα χάζευε τα θολά τζάμια από τα όμορφα καταστήματα. Θα μπορούσε να φανταστεί του θαμώνες των εστιατορίων να αποφασίζουν τι θα επιλέξουν από τον κατάλογο και τα ρομαντικά ζευγάρια να μοιράζονται στιγμές με ένα ποτήρι κρασί. Ίσως να σκάρωνε και στο μυαλό της φανταστικούς διαλόγους, λέξεις που θα ταίριαζαν να βγαίνουν από τα στόματα όσων υπέπιπταν στην ματιά της. Μα κόσμος και φασαρία, και εκείνη ζητούσε να αδειάσει το μυαλό της. Καλύτερα να πάει προς τα αριστερά. Εκεί ναι, εκεί θα έβρισκε τη γαλήνη που γύρευε.

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

Χαρμολύπη



Δεν ξέρω τι με έκανε να ξυπνήσω. Μπορεί ο ήχος από τη βροχή που δυνάμωνε ή η απουσία του ήχου από το ραδιόφωνο που  ο παππούς είχε αφήσει πάνω στο κομοδίνο. Ναι, το ραδιόφωνο σταμάτησε, αλλά ο παππούς κοιμόταν και δεν κατάλαβε. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα και τη γιαγιά να κοιμάται γαλήνια, σαν να ονειρευόταν τα καλοκαίρια που πέρασε στο Μούρτο. Τότε που κολυμπούσε άφοβα στα παγωμένα νερά του Γαλλικού Μόλου, φτάνοντας στο απέναντι νησί, για να περάσει το απόγευμά της ψαρεύοντας και τραγουδώντας. Γιατί η γιαγιά είχε ωραία φωνή- ακόμα έχει- αλλά ο πατέρας την δεν ήθελε να την κάνει «ελευθέρων ηθών». Καλύτερα, γιατί τότε ίσως να μην ήταν δική μου γιαγιά.

Ξέφυγα από την αγκαλιά της όπως ήμουν ξαπλωμένη και χαμογέλασα με το γεγονός ότι 25 χρονών κοπέλα ήθελα την αγκαλιά της γιαγιάς για να κοιμηθώ. Είναι, μαλλον, ότι η αγκαλιά της μοιάζει με την αγκαλιά που περιγράφει και η Οριάνα Φαλάτσι στο αγέννητο παιδί της: «Θα σου άρεσε η γιαγιά γιατί είναι παχουλή και μαλακή, με μια μεγάλη παχουλή και μαλακή κοιλιά για να ξαπλώνεις, με δυο χέρια παχουλά και μαλακά για να σε προστατεύουν και ένα χαμόγελο που ηχεί σαν συναυλία από καμπανούλες. Δεν ξέρω τι την έκανε να γελάει με αυτόν τον τρόπο, αλλά πιστεύω ότι ήταν γιατί είχε κλάψει πολύ». Και η γιαγιά μου έχει κλάψει πολύ. Έχει κλάψει για τη θεία μου που έχασε τις διδυμούλες και τώρα θα ήταν στην ηλικία μου, για την αδερφή μου που γεννήθηκε εφταμηνίτικο, για τον θείο μου που αρρώστησε, για τον αδερφό που έχασε, για τον παππού που σβήνει. Γιατί ο παππούς σβήνει και λιώνει όπως το κερί που κρατάς και από στερεό γίνεται υγρό και κυλάει στα δάχτυλά σου και καίει σαν μικρή φλέβα λάβας.