Τρίτη 16 Μαΐου 2017

Αναχωρώντας


Για μια τελευταία φορά βρέθηκε στο σπίτι του. Το σπίτι του, το δικό του σπίτι. Όχι το νοικιασμένο σπίτι του τελευταίου χρόνου αλλά το σπίτι του. Εκείνο που έχτισε με τα ίδια του τα χέρια, εκείνο μέσα στο οποίο μεγάλωσε τα παιδιά του, εκείνο που συντηρούσε με κόπο τα τελευταία χρόνια εκείνο στο οποίο ήθελε να θυμάται τη ζωή του. Το σπίτι του, λοιπόν, ήταν γεμάτο κόσμο. Άνθρωποι πηγαινοέρχονταν μέσα και έξω, άνθρωποι έπιναν και έτρωγαν, άνθρωποι γελούσαν, άνθρωποι δάκρυζαν. Πήρε το τσιγάρο που του είχαν αφήσει και άρχισε να το καπνίζει διασχίζοντας με ελαφρά βήματα τα δωμάτια του σπιτιού του.

Σάββατο 6 Μαΐου 2017

Υπνόσακος

Χθες κοιμήθηκα σε έναν υπνόσακο. Χθες κοιμήθηκα κάτω από τα πολλά πολλά αστέρια, χθες θυμήθηκα πως ήρθε η εποχή που τραγουδούν πάλι τα πουλιά.
Κι η νύχτα ήταν όμορφη κα μύριζε ερχομός καλοκαιριού κι ήρθανε τα χελιδόνια και φεύγουνε τα κρύα βράδια. Κι εγώ πάλι σκεφτόμουν και σκεφτόμουν, αν είμαστε αεικίνητα πουλιά και πετάμε στα όνειρά μας κι αν μας προσγειώνουν οι φόβοι μας. Κι ανοίγουμε διάπλατα φτερά σε ό,τι ποθούμε κι αγαπάμε κι είναι ο δικός μας ο νότος, ετούτη η Ιθάκη. Πάμε ψηλά, πολύ ψηλά, εκεί που γίνεται ο παλμός διπλός. Κι άλλοτε μας κρατάει σφηνωμένους ένας φόβος κι άλλοτε γυρνάμε στη γη με πληγές. Κι είναι βαρίδι να φοβάσαι κι είναι δαιμόνιο να τρομάζεις.

Είναι χελιδόνια που τα βαραίνει ο φόβος κι είναι χελιδόνια που πετούν μακριά. Αν τα δεις, να τους ψιθυρίσεις να πετάξουν. Τους φόβους τους έπνιξε μία παλιά, πηγαία δύναμη, πως τα πόδια πατούν στη γη και λίγο αιωρούνται, πως τα πόδια φτιάχτηκαν ώσπου να μάθεις να πετάς.

Τον υπνόσακο σου πάρε, απόψε θα πετάξουμε στις σκέψεις σου μαζί.