Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

Ας χαθώ


Περπάτησε στις μύτες των ποδιών της. Κατέβηκε αργά τα σκαλιά, η σκάλα ήταν ξύλινη και παλιά κι έτριζε, αν πατούσες απότομα. Δεν ήθελε να ξυπνήσει κανέναν, δεν ήθελε να την καταλάβουν. Μέσα στο σκοτάδι, με το λιγοστό φως που έφεγγε από το δρόμο, ψηλάφισε να βρει το παλτό της, το έπιασε. Σιγανά άρπαξε τα κλειδιά στα χέρια, σα να έπιανε κάτι πολύτιμο, τη λύτρωσή της. Φόρεσε βιαστικά το παλτό της και βγήκε έξω.

Μονομιάς ανακουφίστηκε λίγο η σκέψη της. Η ατμόσφαιρα ήταν υγρή, έβρεχε μέρες τώρα και οι δρόμοι ήταν γυαλιστεροί γεμάτοι αντικατοπτρισμούς. Τώρα θα αποφάσιζε, αν πήγαινε προς τα δεξιά, θα περπατούσε λίγο μέχρι τον κεντρικό δρόμο, θα χάζευε τα θολά τζάμια από τα όμορφα καταστήματα. Θα μπορούσε να φανταστεί του θαμώνες των εστιατορίων να αποφασίζουν τι θα επιλέξουν από τον κατάλογο και τα ρομαντικά ζευγάρια να μοιράζονται στιγμές με ένα ποτήρι κρασί. Ίσως να σκάρωνε και στο μυαλό της φανταστικούς διαλόγους, λέξεις που θα ταίριαζαν να βγαίνουν από τα στόματα όσων υπέπιπταν στην ματιά της. Μα κόσμος και φασαρία, και εκείνη ζητούσε να αδειάσει το μυαλό της. Καλύτερα να πάει προς τα αριστερά. Εκεί ναι, εκεί θα έβρισκε τη γαλήνη που γύρευε.


Έστριψε αριστερά, το σοκάκι ήταν μοναχικό, τα φαναράκια που ίσα ίσα φώτιζαν το δρόμο ήταν κίτρινες εκλάμψεις στο σκούρο του μεσονυκτίου και κάποια τρεμόπαιζαν, δυο από δαυτα έσβησαν, καθώς βάδιζε κοντά τους. Όσο προχωρούσε χανόταν η βουή της γειτονιάς, το δρομάκι ήταν φιλήσυχο, ερημικό. Διέκρινε το θρόισμα των φύλλων, ακόμη και μερικές σταγόνες στα δέντρα να κυλούν ανέλπιδα στο έδαφος μπορούσε να ακούσει πια. Άρχισε να χάνεται στη σιωπή, έτοιμη να ακούσει την ετυμηγορία των σκέψεων της, ακόμη πιο έτοιμη να τις κρίνει. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα μα δεν το ήξερε, είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου προ πολλού. Παραπάτησε απρόσεκτα και ίσιωσε τα βήμα της. Σκέφτηκε, θα περπατάω πιο αργά, πιο συνετά, και ο βιαστικός όπως πάντα βηματισμός, έπαψε να είναι ρυθμικός κι αγχώδης κι έγινε μια βόλτα, βόλτα στο πουθενά.

Ψιχάλιζε, μα δεν την ένοιαξε. Σκεφτόταν, άρχισε να σκέφτεται. Πώς θα μπορούσε άραγε να το αποφύγει. Πως έκανε λάθη, πως δεν ήξερε πώς να τα διορθώσει, δεν ήξερε. Μα να μου πεις, τι είναι σωστό και τι είναι λάθος; Είναι θέμα ηθικής; Κι αν είναι, η ηθική είναι προσωπική για τον καθένα και επουδενί δε σε κάνει ευτυχή, μόνο άξιο της ευτυχίας. Άκουσε βήματα, την προσπέρασε ένα ζευγάρι, δε θορυβήθηκε, συνέχισε, πλέον είχε ανοίξει το κουτί της Πανδώρας.

Δεν άνηκε σε αυτόν τον κόσμο. Πολλές φορές της το είχαν πει, λίγες κατάλαβαν πόσο δύσκολο είναι. Σαν παιδάκι που προσπαθεί να χωρέσει σε μία στρογγυλή τρύπα έναν κύβο. Όσο κι αν παλεύει, είναι μάταιο. Χάρηκε με τον απλοϊκό της συνειρμό και μισογέλασε.

Ήταν αξιοπερίεργο πλάσμα, γεγονός που της προσέδιδε μία αύρα καιρών άλλων, εποχών ίσως που διαβάζεις μόνο στα βιβλία. Άλλοι τη θεωρούσαν χαμένη υπόθεση, τρελή, ίσως έφταιγε που δεν την καταλαβαίνεις όταν μιλάει. Άλλοι γοητεύονταν, φρόντιζε όμως να τους απογοητεύσει σύντομα. Γελούσε και τους ξεγελούσε όλους. Νόμιζαν πώς έκρυβε κάπου πίσω από τη σχισμή των χειλιών την αλήθεια του σύμπαντος, το μακάριο μυστικό, μα δε ήξεραν πόσο εύκολα μαντάλωνε η σχισμή. Δεν άνηκε εδώ.

Την παρέσυραν οι σκέψεις κι είχε ήδη προχωρήσει αρκετά. Τώρα είπε, ας πάω προς το λιμάνι. Ναι το λιμάνι. Εκεί της άρεσε να αναλώνεται σε αργόσχολους περιπάτους. Το μικρό στενό την οδήγησε απευθείας μπροστά στη θάλασσα. Σε λίγα βήματα άκουσε τον παφλασμό, σε λίγα ακόμη μύριζε την αρμύρα. Το λιμάνι τέτοια ώρα τέτοια εποχή, αδειανό θα ήταν, τόσο το καλύτερο. Κάθε μέρα όλο και πιο πολύ βούλιαζε στη μοναξιά της, κάθε νύχτα όλο και πιο πολύ απαρνιόταν τον κόσμο τον ανήκεστο.

Ορίζοντας. Ενώνει τα ουράνια με τα απύθμενα. Χωρίζει τα βάθη με τα ύψη. Αν είχα κάπου σπιτικό, αναλογίστηκε, θα ήταν σε ετούτη εδώ τη γραμμή του ορίζοντα. Όλοι θα κοιτούσαν, θα κοιτούσαν, κάτι που δεν υπάρχει, κάτι που μονάχα αποδεικνύει, πως μέχρι εκεί που φτάνει ανθρώπου μάτι βλέπεις, και παραπέρα είναι άγνωρο. Εκεί καμπυλώνει η γη.

Άρχισε να νιώθει το κρύο, η υγρασία και ο βοριάς, αλλά η ψυχή της ζεσταινόταν, καιγόταν οι πνιγερές της σοφιστείες και χαιρόταν τη φωτιά.

Βάλθηκε πάλι να γυρνάει τον τροχό των σφαλμάτων. Βλέπεις, ήθελε να βρίσκει λύση σε όλα, κι έπειτα να τα τυλίγει με χρωματιστό χαρτί, να δένει κόμπο μια κορδέλα και να τα προσφέρει στον εγωισμό της. Παράξενο πλάσμα, αλλά χρεωμένο, να συνθέτει ένα παζλ του οποίου την εικόνα ποτέ δεν είχε δει.

Σφάλματα. Πόσα κάνουμε όλοι, μικρά και μεγάλα, άλλα τα λέμε εμείς σφάλματα, άλλα μας τα φορτώνουν άλλοι. Εκείνη πάσχιζε να καταλάβει, πού έφταιξε. Μα είναι σαφές πως έφταιξε. Είχε κουραστεί και διψούσε, αλλά πίσω δεν ήθελε να γυρίσει. Αν έκανε εκείνο έτσι κι ετούτο αλλιώς, χειροτεχνίες έπαιζε στα χέρια της τα «αν», πλαστελίνη που έπαιρνε κάθε τόσο άλλο σχήμα αμφιβολίας.

Έφτασε να μην είναι πια σίγουρη ούτε για τον ίδιο της τον εαυτό. Στο ύστατο επίπεδο αμφισβήτησης, έτοιμη σχεδόν να αρχίσει να παραμιλάει καταμεσής του δρόμου, κάποιος περαστικός, μισομεθυσμένος, έπεσε πάνω της. Πού πας; Θυμωμένος, ανυποψίαστος της απροσεξίας του, την κατηγόρησε. Αφηρημένη, σα να χτυπάει το ξυπνητήρι να τη συνεφέρει από ύπνο βαθύ, από όνειρο που υφαινόταν ιστός αράχνης, βγήκε από τον κόσμο της.

Συνέχισε να περπατάει λίγο παρακάτω, κοντοστάθηκε, γύρισε πίσω και κοίταξε τον άντρα που περπατούσε πλέον απομακρυσμένος σε άτακτη πορεία. Μα πού πάω άραγε;

Κι αν εκείνου η πορεία ήταν άτακτη από τη μέθη, κι αν εκείνου τα βήματα στο έδαφος έμοιαζαν ασυντόνιστα και ατσούμπαλα, εκείνης η πορεία τώρα στη ζωή έμοιαζε ολωσδιόλου παράλογη.

Πού πάει; Τι πειράζει κι αν δεν ξέρει;

Ας μην ξέρεις πού πας, μα να ξέρεις εκεί, εκεί αξίζει τον κόπο. Ας χαθείς λοιπόν.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου