Παιδιά. Ήμουν από κείνα που
γύριζαν ανάποδα το κεφάλι τους όταν έκαναν κούνια, αγνάντευαν τον ουρανό και ένιωθαν
την επιθυμία να βουτήξουν μέσα σε αυτόν. Ήμουν από εκείνα που ονειρεύονταν.
Ξέμεινα από εκείνα που ονειρεύονται.
Μεταμορφωθήκαμε. Δεν είμαστε πια
παιδάκια. Δεν ξέρω τι είμαστε. Ίσως να γίναμε εκείνα τα τέρατα που φοβόμασταν
τα βράδια. Ίσως να γίναμε η σκιά του δέντρου που μας έκανε να κουκουλωνόμαστε κάτω
από τα παπλώματα. Μπορεί ο πεντάχρονος εαυτός μας να μας περιγελάει.
Εύχομαι να μου είχαν πει κάποτε
πως πονάει λίγο να μεγαλώνεις, πως όσο κι αν θες, λίγο σκληραίνει η καρδιά, οι
καμπύλες γίνονται γωνίες, τα θερμά χρώματα ψυχραίνουν, όλα τα παράξενα και τα «γιατί
μαμά;» παίρνουν απαντήσεις. Tα
πουπουλένια σύννεφα, μικρά κομμάτια από βαμβάκι που έφερναν βόλτα όλη τη Γη και
τα ζήλευες, γιατί συζητούσαν με το γαλάζιο, αυτά τώρα είναι σκέτο νερό, γκρίζο
πού και πού, φέρνει βροχή.