Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Με πάλη παιδιά




Παιδιά. Ήμουν από κείνα που γύριζαν ανάποδα το κεφάλι τους όταν έκαναν κούνια, αγνάντευαν τον ουρανό και ένιωθαν την επιθυμία να βουτήξουν μέσα σε αυτόν. Ήμουν από εκείνα που ονειρεύονταν. Ξέμεινα από εκείνα που ονειρεύονται.

Μεταμορφωθήκαμε. Δεν είμαστε πια παιδάκια. Δεν ξέρω τι είμαστε. Ίσως να γίναμε εκείνα τα τέρατα που φοβόμασταν τα βράδια. Ίσως να γίναμε η σκιά του δέντρου που μας έκανε να κουκουλωνόμαστε κάτω από τα παπλώματα. Μπορεί ο πεντάχρονος εαυτός μας να μας περιγελάει.

Εύχομαι να μου είχαν πει κάποτε πως πονάει λίγο να μεγαλώνεις, πως όσο κι αν θες, λίγο σκληραίνει η καρδιά, οι καμπύλες γίνονται γωνίες, τα θερμά χρώματα ψυχραίνουν, όλα τα παράξενα και τα «γιατί μαμά;» παίρνουν απαντήσεις. Tα πουπουλένια σύννεφα, μικρά κομμάτια από βαμβάκι που έφερναν βόλτα όλη τη Γη και τα ζήλευες, γιατί συζητούσαν με το γαλάζιο, αυτά τώρα είναι σκέτο νερό, γκρίζο πού και πού, φέρνει βροχή.

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

Φωναχτά





Φωνάζω φτάνει και μου λες κι άλλο. Σου ψιθυρίζω πόσο, κι αβέβαιο να απαντήσεις. Δειλιάζω και σιωπώ, μήπως θέλεις να υπολογίσεις; Συλλαβίζεις, θέλω παραπάνω. Πόσο ποτέ δε σου εξήγησα. Πόσο πολύ σε θέλω. Δεν έφτασαν οι δόλιες λέξεις. Περίσσευε το συναίσθημα. Αρκετά.

Φωνάζω φτάνει και μου λες πιο πολύ. Πάρα πολύ δεν έχει. Με ρωτάς; Κατάφαση είναι, μειδιάς. Πάρα πολύ, κι άλλο ακόμη. Δε θα χορτάσω, δε θα φτάσω ποτέ. Εκεί που θα λέω δεν αντέχω.

Φωνές κι ουρλιαχτά. Πόσο; Τι σε νοιάζει; Όσο και για όσο. Μέτρα καίγονται. Σταθμά σαπίζουν. Κι αν; Αν τι; Αν σε πνίξω; Κι αν με πνίξεις; Πόσο πες μου. Θέλω να σου πω να μην κρατηθείς πουθενά. Θέλω να σου πω να μη διστάσεις ούτε στιγμή. Θέλω να καταλάβεις. Δε φτάνει. Δε μου φτάνεις. Δε θα μου φτάσεις.

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2016

Διεφθαρμένε μου ρεαλιστή



Διεφθαρμένε μου ρεαλιστή εαυτέ. Σε τραβολόγησαν και σε έσυραν σε απύθμενα πηγάδια, σε ωκεανούς αχαρτογράφητους σε βούλιαξαν. Δε σου επέτρεψαν να πεις κουβέντα. Σε μύησαν στον πόθο και στη λόξα, στη μανία των παραισθημάτων, σεληνιασμένα τα βλέμματα, μελίρρυτα τα λόγια. Κι εσύ κακόμοιρε, δεν πρόφτασες λέξη να αρθρώσεις, να παραπονεθείς, να διορθώσεις. Να δράσεις, να αντιδρούσες.

Μικρέ μου περιπλανητή, ανυπάκουέ μου εαυτέ. Γιατί να μην πορεύεσαι όπως όφειλε το χώμα που σε πλάθει; Πού ψάχνεις να βρεις την ευτυχία; Γερά πατάς τα πόδια σου στη γη, σε δένουν νήματα ατσάλινα. Κρυφακούς το μυστικό της. Δεν άκουσες καλά από κει που στέκεσαι.

Αχόρταγέ μου διαβάτη. Αγεφύρωτη η ευτυχία που γυρεύεις με την πραγματικότητα που προσυπογράφηκε να βηματίζεις. Κάποιας αναγεννησιακής τέχνης δημιούργημα είσαι. Κάποιας κοροϊδίας παραμυθάκι. Κλωστή με μιαν αρχή, ελεύθερη να αφήνεται στα ορίσματα του ανέμου και του χρόνου, αόριστο το τέλος, αναπόφευκτο όμως. Νυχτοπερπατήματα σε βασανίζουν, νυχτοπερπατήματα που λύνεις τα κορδόνια και τυφλό σε οδηγεί η ψυχή σου.  Η ψυχή σου. Αυτή χαμένε μου εαυτέ, αυτή δεν την έδεσαν ποτέ.

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Την ακούς τη Σειρήνα;

Να ναι πειρασμός, να ναι μεγάλη ιδέα, να είναι εκείνη η κάποια έμπνευση. Να ναι βάρβαρος κατακτητής της ηθικής σου, να είναι όλεθρος ντυμένος με χρυσό μανδύα. Να είμαι εγώ.

Την ακούς τη Σειρήνα. Μα λες όχι, λες θα αντισταθείς, λες εγώ θέλω νηφάλιος να είμαι, ανενόχλητος από βοές, να πορευτώ καθαρόμυαλος και ευθύς. Λες εγώ ξέρω να τα ζυγιάζω, ξέρω να βουλώνω τα αυτιά μου.

Το τραγούδι της όμως, είναι πιο δυνατό κι από την ύπαρξη την ίδια. Καμπυλώνει τον ήχο για να σου ψιθυρίσει, θυμήσου τι πόθησες, θυμήσου για τι μόχθησες, μην ξυπνήσεις ούτε σήμερα. Σε ταράζει, σε ανατριχιάζει, Σειρήνα είναι και ξέρει να σε κουμαντάρει.

Νόμισες πως είχες λογική μικρέ μου ναυαγέ, μα εκείνη κατέχει εκείνο το αγγελικό σάλπισμα, εκείνο το άγγιγμα του τρελού, εκείνο το αίσθημα, να σε παραλύει με συναίσθημα.
Ανελέητη είναι λες. Μα πότε ζήτησες να σου δείξουν έλεος;

Δε θα τη δεις ποτέ, ποτέ μες στους καιρούς, μοναχά θα την ακούς. Νότες θα γυροφέρνει, λέξεις θα προσπερνάει, αναστεναγμούς θα κρύβει στο πεντάγραμμο. Την ακούς; Μη μου πεις ψέματα. Την ακούς.

Άκου κι εμένα τώρα, που για χάρη σου και για δικιά της χάρη, τόσο καιρό σωπαίνω. Αν θες να σβήσει, αν θέλεις ίσως να χαθεί, πρέπει να αφεθείς, πρέπει να την υπακούσεις. Όσο αντιστέκεσαι, εκείνη τρέφεται. Όσο την πολεμάς, αυτή κερδίζει έδαφος. Όσο της λες όχι, γυναίκα πλανεύτρα, εκείνη πεισμώνει να σε αποκεφαλίσει.
Φαίνεσαι να είσαι υποχείριό της, φαίνεται να σε νικάει το παιχνίδι της, φαίνεται να έχω δίκιο.

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Μιαν Αλίκη, στη χώρα των παθημάτων


Τι ονειρεύτηκες χθες; Και ποιος σου είπε πως είναι όνειρο;  Ή δεν είναι;

Κάπου στο χωροχρόνο, δυσδιάκριτα και αδιευκρίνιστα, τις κουβαριασμένες σου αναμνήσεις τις συγχέεις με απραγματοποίητες σκέψεις. Στο ένα σου χέρι να κρατάς σκέψεις κι ιστοριούλες που πλάθει το φαντασιόπληκτο μυαλό και στο άλλο, μιαν ανάμνηση.

Και για πες μου τώρα εσύ, εσύ ξερόλα και εσύ πανούργε, τι από όλα αυτά είναι αλήθεια και τι πλάνη; Πόσο διαφορετικό είναι να θυμάμαι πως με αγάπησες και πώς με αγάπησες, από όσο το φαντάστηκα; Πόσο απέχει στις συνάψεις μου το μακρινό παρελθόν από τη μυθοπλασία;

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

Εγώ είμαι η Μαρία




Έχω πολλά να πω. Και γενικά τα λέω. Μιλάω και μιλάω και μπορεί ώρες ώρες να θες να μου κλείσεις με χαρτοταινία το στόμα, γιατί θα πω τη γνώμη μου και θα την υποστηρίξω. Και όταν διαφωνήσω μαζί σου, θα επιχειρηματολογήσω με τρόπο που ακόμη κι αν ντρέπεσαι να το πεις, μάλλον θα πειστείς. Κι αν όχι όμως θα με παραδεχτείς. Και θα σε παραδεχτώ κι εγώ σαν άξιο συμπαίκτη.

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

(Άνω) Τελεία




Θα ανοίξω την πόρτα. Θα σαι εδώ. Θα σε δω. Μπροστά μου. Θα μπορώ να σε αγγίξω, να σε ακουμπήσω με τα ίδια μου τα χέρια ξανά. Κρατάς καφέδες. Και με παίρνεις να πάμε μια βόλτα μπροστά στη λίμνη. Σε ένα παγκάκι, όχι ένα τυχαίο, το δικό μας. Εκεί που έγραψα ένα ηλίθιο δίστιχο. Δε μιλάω, δε θέλω να σε εξαϋλώσω. Δε θα σε φθείρω. Σε ακούω να μιλάς για όσα δεν ξέρω για σένα τόσο καιρό, για τη δουλειά σου, για τους αγώνες, για τον σκύλο σου. Κρέμομαι από τα χείλη σου και τα μάτια που έχω να δω τόσο καιρό. Φοράς το φούτερ που σου αγόρασα. Χαμογελάς όπως τότε. Για λίγα λεπτά και κάποια δεύτερα και μετά γυρνάμε στις ζωές μας. Η τομή δύο ευθειών μέχρι να αλλάξουν πορείες. Να ξαναγίνουν ασυμβίβαστες.

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2016

Δεν αρκεί





Αχόρταγοι, αδηφάγοι, δίχως ίχνος κορεσμού.

Κι εγώ, μια αχάριστη. Για όλα όσα γεμίζουν την καθημερινότητά μου, λογοδοτώ στον εαυτό μου για τα υπόλοιπα. Τα όσα τόξα λείπουν από τη φαρέτρα μου.

Όσο κι αν τα ζυγίσω με λογικές εξισώσεις, όσες στατιστικές αναλύσεις και όσες μεθόδους  κι αν αναπτύξω, αυτά που νιώθω δε θα μπορέσω να τα αλλάξω. Θα έπρεπε να μου φτάνουν, να είμαι χαρούμενη κι ευτυχισμένη. Θα έπρεπε να επιλέξω να χορταίνω. Τα «πρέπει» τα άφησα καιρό πριν. Θέλω να σου μιλήσω.

Είναι άδικο ξέρεις, είναι άδικο να εθελοτυφλείς μπροστά σε μία αντικειμενικά καλή ζωή. Είναι άδικο να έχω στην άκρη της γλώσσας μου ένα «ναι αλλά….» απέναντι σε κάθε επιχείρημα. Αλλά αν έβρισκε κάποιος το διακόπτη του μυαλού, πρώτη θα τον αγόραζα.

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

Περί Πόθων κάτω από τις λεύκες λόγος ή Let’s talk about Desire under the elms


Πόθοι κάτω από τις λεύκες… Πςςςς! Πόσο ερωτιάρικος τίτλος; Τι παθιασμένη ιστορία; Άντε μετά να φτουρίσουν οι Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι μπροστά σε τέτοια ιστορία. Θες κυρά μου να γράψεις μια παθιασμένη ερωτική ιστορία; Άσε τα άρλεκιν και τα Twilight και διάβασε Ευγένιο Ο’Νηλ. Εκεί να δεις πόθους, έρωτες, μυστικά, ερωτικά τρίγωνα, οιδιπόδεια συμπλέγματα, άγρια ένστικτα και άλλα τέτοια που θα άφηναν άυπνο τον κάθε Φρόυντ και τον κάθε Γιουνγκ.


 Έτσι, κυρίες και κύριοι, με το έργο «Πόθοι κάτω από τις Λεύκες» συνεχίζουμε την αναφορά μας στο αμερικάνικο θέατρο. Αυτή την φορά, όμως, έχουμε στα χέρια μας τον κύριο Ευγένιο Ο’Νηλ, ο οποίος, όπως κάθε συγγραφέας, ήταν αλκοολικός και καταθλιψάκιας. Διότι, πώς ει δυνατόν να είσαι συγγραφέας- τουλάχιστον θεάτρου- και να μην έχεις, βρε παιδί μου, έναν εθισμό, μια-δυο απόπειρες αυτοκτονίας και μια τραγική οικογενειακή ιστορία; Ε;

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα


«Αν μπορούσες να αλλάξεις κάτι, τι θα άλλαζες;», με ρώτησες.

Πέρασαν σλάιντ στο μυαλό μου όλα τα τσιριχτά μου «ναι» και τα φωναχτά μου «όχι» κι όλες οι μικρές αποφάσεις και πήγαινα να μιλήσω και να πω «αυτό» αλλά κοντοστεκόμουν και συνέχιζα να σκέφτομαι. Και αφού σκάλισα πολλά και ξέθαψα τόσα κι τόσα άλλα, ψέλλισα ένα νεκρό «Δεν ξέρω».

Τα περιτριγύρισα, τα αναποδογύρισα, τα ξανασκέφτηκα. Αν μια στιγμή μπορούσε να τα αλλάξει όλα. Μπορούσε. Και ήξερα κι ακριβώς ποιες στιγμές ήταν αυτές. Ήταν συνηθισμένες, μπανάλ ημέρες, όμοιες με τόσες και τόσες άλλες. Δεν τις είχες κυκλώσει στο ημερολόγιο με κόκκινο μαρκαδόρο, δεν ήταν διαφήμιση από αφρόλουτρο ούτε ακούγονταν τύμπανα συνοδεία. Σίγουρα δεν ήξερες ότι τα επόμενα δευτερόλεπτα θα αλλάξουν τόσο πολύ τα μεθεπόμενα αλλά το ήξερε η ζωή.

Και τα άλλαξε. Αν δεν το έκανα, αν δεν το έλεγα, αν δε διάλεγα εσένα, αν διάλεγα εσένα. Το έκανα, το είπα και δε σε διάλεξα. Ίσως αναρωτήθηκα πώς θα ήταν αν έστριβα στην προηγούμενη στροφή. Ίσως κάποιες μέρες χάζευα στην τηλεόραση και μέτρησα την απόσταση μέχρι να φτάσω στις αποφάσεις που πήρα. Αλλά δε τις μετανιώνω.

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

Περί Καλοκαιριού και Καταχνιάς λόγος ή Lets talk about Summer and Smoke


Καλοκαίρι και Καταχνιά. Το λες και σου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο και αρχίζεις να φαντάζεσαι ψηλούς, μελαχρινούς τυπάδες, με θεληματικό πηγούνι- γιατί χωρίς θεληματικό πού πας;-, κρατώντας ένα τσιγάρο στα ακροδάχτυλά τους να αναρωτιούνται «τι είναι ζωή», ενώ στο φόντο διαφαίνεται ένα ομιχλώδες τοπίο υπό το φως του ήλιου που ανατέλλει.

Κάτι τέτοιο, αν φανταστούμε ότι κάπου εκεί στο βάθος κρύβεται ένας μελαχρινός τυπάκος

Ίσως αυτό να είχε στο νου του ο Tennessee Williams όταν ονομάτιζε το έργο του ή ίσως τα είχε τσούξει λίγο παραπάνω, είχε και λίγη κατάθλιψη, διάβαζε και τον άλλον αυτοκτονικό τύπο, τον Χαρτ Κρέιν και είπε:«Μμμμμ, θα το ονομάσω Καλοκαίρι και Καταχνιά (Summer and Smoke), όπως λέει και σε αυτόν τον στίχο ο ποιητής, διότι όλοι εμείς οι καλλιτέχναι είμεθα βασανισμέναι ψυχαί, καταδικασμέναι σε αιώνιον εγκλεισμόν μές στο ίδιο μας το δέρμα».

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Περί θεάτρου λόγος ή Lets talk about theatre


Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για μία από τις αρχαιότερες μορφές τέχνης. Ή, υιοθετώντας ένα στυλ πιο κουλτουροκουλτουριάρικο, ας μιλήσουμε  για τη σύμπνοια, τη συμπόρευση, το συναπάντημα (και γενικά λέξεις που ξεκινούν από σύν-) της ανθρώπινης ψυχής με την αρχέγονη ψυχή του σύμπαντος, όπου το δράμα και η αγωνία της ύπαρξης, οντολογικής, φαινομενολογικής, αισθητικής, γνωσιολογικής, μεταφυσικής κ.λπ. (υπάρξεις που εν γένει μήτε να τις φανταστείς!) εξελίσσεται υπό τη μορφή μίας ανεπανάληπτης σκηνικής- ή και όχι- πράξης.


Not so proud of me Tennessee? Μάλλον, όχι.

Σε σιχαίνομαι.


Και φαντάσου ότι σιχαίνομαι τη λέξη «σιχαίνομαι» και το ήξερες. Φαντάσου πόσο πολύ το εννοώ, για να σου το γράφω τόσες φορές, σε τόσες γραμμές, για να πω με σαφήνεια, σιγουριά και βεβαιότητα, πως ναι, σε σιχαίνομαι.

Έχω γράψει τόσες φορές και τα εικοσιτέσσερα γράμματα του αλφαβήτου, συνδυασμένα με πολλούς τρόπους, αφιερωμένα όμως κάθε φορά σε εσένα. Έχω γράψει για κάθε πρωτόγνωρο και κοσμογονικό αίσθημα που εξέπεμπες, για κάθε εξευγενισμένο χαρακτηριστικό σου, τις εξωραϊσμένες εμπειρίες μας, όλα σε φωτίζουν με ένα φωτοστέφανο και μία περιγραφή ουτοπική.


Βλέπεις, όποτε έγραφα δε χρειαζόμουν πυροδότηση ή έμπνευση ή κάποια τάξη, απλά άρχιζα να γράφω κι όπου με πήγαινε. Και μετά το συμμάζευα, το πετσόκοβα, και κάτι έβγαινε.
Ήξερα τι έγραφα τις άλλες φορές. Για σένα. Σε κάθε διαφορετικό τρόπο που μπορούσες να εκφραστείς μέσα μου. Σε ιστοριούλες, μισές αληθινές, μισές ψεύτικες, σε αναμνήσεις και λόγια που έπλεκα γύρω τους μυθιστορήματα. Ήσουν εσύ, εκεί, παντού.
Για σένα έγραφα και σπαταλούσα λέξεις κι επένδυα στη σκέψη σου και στην ιδέα σου, να γεννήσω μια πρόταση καινούργια, που θα πει όμως κάτι παλιό και χιλιοειπωμένο. Όλα μέσα από τον έρωτα.

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Μετανιώνω όσα δε σου ψιθύρισα στην πόρτα


Εκείνο το ρημαγμένο βράδυ. Αύγουστος ήταν. Ο μήνας της καταστροφής έλεγες, ό,τι κακό συμβαίνει, θα συμβεί τον Αύγουστο. Γιατί όλα ησυχάζουν, όλα υποκύπτουν στη ζέστη και οι άξεστοι άνθρωποι ερωτεύονται και οι ψεύτες άνθρωποι ξεφεύγουν.
Να σου πω κάτι, μη μιλάς. Μα μόνο εσύ μιλάς, μου λες. Μη με αφήνεις να μιλάω. Και μου έκλεισες τα μάτια με τις ζεστές παλάμες σου, και μου ψιθύρισες. Αν είμαστε όνειρο, δε θέλω να ξυπνήσω. Και σου επεσήμανα, αυτό είναι τραγούδι. Σταμάτα να τα χαλάς όλα γκρινιάρα, κυνικό σκυλί. Εντάξει, «κυνικό σκυλί»;;; Χειρότερο δεν έχεις; Στα λόγια εσύ είσαι καλή, είπες σιγά.
Ψέματα. Στα λόγια ήσουν πολύ καλύτερός μου. Σε πολλά ήσουν καλύτερός μου αλλά δε σου το ομολογούσα. Όπως στο να με αγαπάς. Εγώ σε αγάπησα αλλά δε σε αγαπούσα. Σε λάτρευα στιγμές στο εκατό χιλιάδες και μετά σε ξεχνούσα. Σα σπίθα, αναλαμπή, σαν αστραπή που σε τυφλώνει, αλλά μετά φθίνει, χάνεται.