Τρίτη 16 Μαΐου 2017

Αναχωρώντας


Για μια τελευταία φορά βρέθηκε στο σπίτι του. Το σπίτι του, το δικό του σπίτι. Όχι το νοικιασμένο σπίτι του τελευταίου χρόνου αλλά το σπίτι του. Εκείνο που έχτισε με τα ίδια του τα χέρια, εκείνο μέσα στο οποίο μεγάλωσε τα παιδιά του, εκείνο που συντηρούσε με κόπο τα τελευταία χρόνια εκείνο στο οποίο ήθελε να θυμάται τη ζωή του. Το σπίτι του, λοιπόν, ήταν γεμάτο κόσμο. Άνθρωποι πηγαινοέρχονταν μέσα και έξω, άνθρωποι έπιναν και έτρωγαν, άνθρωποι γελούσαν, άνθρωποι δάκρυζαν. Πήρε το τσιγάρο που του είχαν αφήσει και άρχισε να το καπνίζει διασχίζοντας με ελαφρά βήματα τα δωμάτια του σπιτιού του.
Η πρώτη ρουφηξιά τον έφερε στο δωμάτιο των παιδιών του. Εκεί που κάθε βράδυ πήγαινε και η ματιά του σαν χάδι πάνω από τα μικρά τους κεφαλάκια έδιωχνε τους εφιάλτες και τους δαίμονες τους από τον γαλήνιο ύπνο τους. Χαμογέλασε καθώς οι θύμησες του έρχονταν στο νου σαν εικόνες μιας ιστορίας που δεν είχε ζήσει ποτέ, σαν εικόνες μίας ταινίας που αυτός παρακολουθούσε χωρίς να γνωρίζει το τέλος. Προχώρησε στο δικό του υπνοδωμάτιο, εκεί που κάθε βράδυ είχε απολαύσει τον έρωτα με τη γυναίκα τη ζωής του, κάτω από τα σκεπάσματα που τον τύλιγαν τις παγωμένες νύχτες. Ένα δικό του ζεστό καταφύγιο, εκεί που ησύχαζε, που γαλήνευε και ο πόνος γινόταν ξένος, ανοίκειος. Συνέχισε προς το μικρό σαλονάκι στο οποίο καθόταν τα βράδια του χειμώνα με τη ξυλόσομπα αναμμένη, μπροστά από τα χαρτιά και τους υπολογισμούς του. Λάθη, χρέη, στεναγμοί, όλα ήταν τόσο μακρινά σήμερα. Σήμερα που έφευγε. Το τσιγάρο του τελείωσε. «Δεν έχω πολύ χρόνο ακόμη», σκέφτηκε. Πλησίασε το τραπεζάκι με τη φωτογραφία. Πήρε το ποτήρι με το κρασί και βγήκε στην αυλή του σπιτιού. Είδε τα παιδιά του, τα αδέρφια του, τα ανίψια του, τη γυναίκα του. Πλησίασε κάθε τραπέζι και έπινε μαζί τους, ανασύροντας από τη μνήμη του ιστορίες γεγονότα, περιστατικά, μια ολόκληρη ζωή. «Έλα ανιψιέ, πιε μαζί μου και ας μη μιλούσαμε. Και ας τσακωθήκαμε και ας είπαμε και δυο κουβέντες παραπάνω. Πιε για χάρη μου. Πιε και φάε και γλέντα, γιατί σε αυτό το σπίτι μόνο γλέντια θα γίνονται από εδώ και πέρα. Έλα και συ, αδερφέ, να τσουγκρήσουμε τα ποτήρια μας, να γεμίσουμε τα στομάχια μας και να θυμηθούμε γονείς, θειούς, παππούδες. Και συ γυναίκα, τι κλαις; Δεν βλέπεις ότι έχουμε γλέντι σήμερα; Να δες με, κάπνισα το τσιγαράκι μου, ήπια το κρασάκι μου, δεν πονάω πια. Να δες που έγιαναν οι πληγές και δεν τρέχουν αίματα. Και τα πόδια ξεπρήστηκαν και περπατάω ορθός. Να δες με πως στέκομαι, δες με πως περπατάω». Και μίλησε με όλους, και ήπιε με όλους, και όλους τους αποχαιρέτησε. Και χόρτασε και ευφράνθηκε και από ποτό και από κόσμο. Και κατάλαβε ότι ήταν ώρα να αναχωρήσει. Σηκώθηκε. Στάθηκε στη μέση της αυλής.

«Γυναίκα, παιδιά μου, φίλοι αγαπημένοι και συγγενείς, εγώ φεύγω. Σας χάρηκα σήμερα με όλη μου την ψυχή. Να με θυμάστε έτσι όπως σας αφήνω, χορτάτο, χαρούμενο, ικανοποιημένο. Και μην κλαίτε για μένα. Εγώ αναχωρώ για τη χώρα των μακαρίων, με τους γλυκούς καρπούς και τις αέναες ηλιόλουστες μέρες. Εκεί θα ξανασυναντηθούμε και θα τα πιούμε και θα γλεντήσουμε πάλι μαζί. Και σεις παιδιά μου να αγαπάτε τη μάνα σας και να αγαπιέστε μεταξύ σας. Να ζήσετε ευτυχισμένοι. Και όταν πονάτε να σκέφτεστε ότι υπάρχουν χειρότεροι πόνοι. Και όταν χαίρεστε να σκέφτεστε ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά. Έτσι μοναχά βγαίνει η ζωή». 

Και αφού είπε αυτά, αναχώρησε από τον αριστερό δρομάκο της αυλής. Η σιδερένια πόρτα έτριξε λίγο καθώς έφευγε και η γάτα που, μέχρι τότε καθόταν νωχελικά πάνω στη σκεπή, κοίταξε με απορία που εκείνος αναχωρούσε. Τον κοιτούσε να περπατάει πάνω στα αγαπημένα χώματα, κάτω από τις ανθισμένες κερασιές, ενώ το τραγούδι των γρύλων συνόδευε τα ήρεμα βήματα του. Τον κοιτούσε μέχρι που χάθηκε από το οπτικό της πεδίο και συνέχισε να απολαμβάνει τον απογευματινό της ύπνο.

Δεν υπάρχει μέρα να μην σε σκεφτώ, να μην μου λείπεις, να μην σε καλέσω ψιθυριστά μέσα στο σκοτάδι. Δεν είσαι εδώ γύρω, αλλά εδώ μέσα, κάτω αριστερά από το στέρνο. Εκεί ζεις και θα ζεις για πάντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου