Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Μετανιώνω όσα δε σου ψιθύρισα στην πόρτα


Εκείνο το ρημαγμένο βράδυ. Αύγουστος ήταν. Ο μήνας της καταστροφής έλεγες, ό,τι κακό συμβαίνει, θα συμβεί τον Αύγουστο. Γιατί όλα ησυχάζουν, όλα υποκύπτουν στη ζέστη και οι άξεστοι άνθρωποι ερωτεύονται και οι ψεύτες άνθρωποι ξεφεύγουν.
Να σου πω κάτι, μη μιλάς. Μα μόνο εσύ μιλάς, μου λες. Μη με αφήνεις να μιλάω. Και μου έκλεισες τα μάτια με τις ζεστές παλάμες σου, και μου ψιθύρισες. Αν είμαστε όνειρο, δε θέλω να ξυπνήσω. Και σου επεσήμανα, αυτό είναι τραγούδι. Σταμάτα να τα χαλάς όλα γκρινιάρα, κυνικό σκυλί. Εντάξει, «κυνικό σκυλί»;;; Χειρότερο δεν έχεις; Στα λόγια εσύ είσαι καλή, είπες σιγά.
Ψέματα. Στα λόγια ήσουν πολύ καλύτερός μου. Σε πολλά ήσουν καλύτερός μου αλλά δε σου το ομολογούσα. Όπως στο να με αγαπάς. Εγώ σε αγάπησα αλλά δε σε αγαπούσα. Σε λάτρευα στιγμές στο εκατό χιλιάδες και μετά σε ξεχνούσα. Σα σπίθα, αναλαμπή, σαν αστραπή που σε τυφλώνει, αλλά μετά φθίνει, χάνεται.
Σηκώθηκα απότομα, τόσο που σχεδόν ζαλίστηκα. Κάτι με ενόχλησε, κάτι με πείραξε. Σε ξάπλωσα βίαια, ανέβηκα πάνω σου. Όχι, μην το ξαναπείς αυτό. Να ξυπνήσουμε, να ξυπνήσουμε. Δε θέλω να είμαι για πάντα όνειρο.
Αν ποτέ τρόμαξα με την έκφρασή σου, ήταν τότε. Δεν ήσουν θυμωμένος, δεν ήσουν στενοχωρημένος, ήσουν παράξενος. Ήσουν αναγραμματισμένες λέξεις σε προχθεσινή εφημερίδα, δεν ήξερα τι έλεγαν και τώρα δεν μπορώ να καταλάβω. Μαύρο μελάνι, φθαρμένο χαρτί, κανένα νόημα.
Όρθιος σηκώθηκες, ντύθηκες κι είπες, φτάνει. Δυσκολεύτηκες να χωρέσεις τα χέρια σου στα μανίκια και ταυτόχρονα να στάζεις αυτό το αίσθημα που δεν έχω βρει ακόμη λέξη να το πω. Φτάνει, δεν αντέχω άλλο. Δεν μπορώ να το κάνω μόνος μου αυτό, όχι άλλο πια.
Κάθε οδηγός, έχει συνοδηγό, κάθε ψέμα έχει την αποκάλυψή του. Η γη έχει τον ουρανό, η μέρα τον ήλιο, η νύχτα τα λάθη κι εσύ; Εσύ θα έπρεπε να είχες εμένα. Αν το εμένα μπορούσε να σε έχει. Κάποτε θα γινόταν εμφανές, πόσο να κοροϊδέψεις τον έρωτα;

Έχω προσπαθήσει όσο δε θα προσπαθούσε κανένας. Ερωτεύτηκα τα χείλη σου, τα κόκκαλα του ώμου σου, το μισογέλιο σου, την πονηρή σου σκέψη, την τρέλα σου ερωτεύτηκα και κάθε μέρα την πατούσα  περισσότερο με τις μαλακισμένες σου ιδέες και με το ροχαλητό σου. Με όλες τις άχρηστες πληροφορίες που έλεγες, με τη χαρά στα μάτια σου, όταν τις έλεγες. Αυτά τα μάτια τα καστανά, τα δικά σου. Παράφωνη κι υπερκινητική, με μία μανία να προλαβαίνεις τα πάντα σε χρόνο που οι υπόλοιποι δε φαντάζονται να κάνουν τα μισά. Να τα βάζω κάτω και να λέω, δε μπορεί, είναι καλογραμμένος χαρακτήρας ταινίας επιστημονικής φαντασίας. Δεν είναι αληθινή. Είναι επικίνδυνη. Είσαι επικίνδυνη. Πολύ. Γιατί στοιχειώνεις το μυαλό μου και σε έχω ανάγκη για να τολμήσω να πω πως ζω. Είσαι μια άλλη μέρα, είσαι 365 διαφορετικές μέρες μέσα στο χρόνο. Είσαι και η 366η, η παραπάνω, η δίσεκτη, η αλλιώτικη. Αυτή που δε σου τυχαίνει παρά μόνο σπάνια κι όλοι τη φοβούνται, εγώ την αγάπησα. Και πνίγομαι να σε αγαπάω μόνος μου. Ναι, να σε αγαπάαααααω. Όπως το ήθελες, με το άλφα, όχι αγαπώ αλλά αγαπάω. Ναι, άκου σου το λέω όπως το θες. Εσύ πότε θα το πεις; Πότε θα το νιώσεις; Κουράστηκα μόνος μου. Έχω ερωτευτεί κι αγαπήσει ό,τι μου ξημερώνει μαζί σου. Και δεν έχω ιδέα τι είναι αυτό. Φτάνει όμως, φτάνει ρε γαμώτο.

Αυτά είπες. Όρθιος με κλιμακώσεις στη φωνή, κι ένα λυγμό, όχι κλαψιάρικο αλλά με παράπονο, με απόγνωση, με αγανάκτηση. Με ένα τέλμα στη ράχη του. Τα τελευταία «φτάνει» σου έπαιξαν στο μυαλό μου μιξαρισμένα με πολλούς διαφορετικού τρόπους. Άλλα τα άκουγα σαν βούισμα, όπως τότε που είχαν βουλώσει τα αυτιά μου από το αεροπλάνο στο Δουβλίνο κι έχανα το μισό κόσμο γύρω μου. Τώρα τον έχανα ολόκληρο. Και τους άλλους κόσμους. Αυτούς που φτιάξαμε μαζί.
Ποτέ δε σε φοβήθηκα. Ήσουν πάντα ευγενική ύπαρξη, κατακεραυνωμένη από την υπόστασή μου. Μεθοδικός, πράος, δύναμη, αλλά ήρεμη δύναμη. Αυτή που με γαλήνευε τα απόβραδα, που με κούρδιζε, με έβαζε σε σειρά, που έσβηνε τα φώτα του χάους μέσα μου. Ποτέ μέχρι τότε δε σε φοβήθηκα.
Όσο μίλησες όμως, όσο μιλούσες εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω ούτε να κουνηθώ. Έμεινα ακλόνητη, με τα γόνατα καθισμένη στο στρώμα και σε κάθε πρόταση σου ένιωθα την καρδιά μου να πηγαίνει πιο γρήγορα και πιο γρήγορα. Και νόμιζα την άκουσες κάποια στιγμή. Κι ίδρωνα κι άλλο κι ένιωθα να λιώνω κι ακόμη δεν είμαι σίγουρη αν έμεινα στέρεα και είχε συνοχή το σώμα μου μέχρι να τελειώσεις. Νομίζω δεν ανοιγόκλεισα τα μάτια μου καθόλου. Ίσως μιλούσες ώρες ίσως μερικά λεπτά, εμένα μου φάνηκε ότι άλλαξα χιλιετηρίδα στο τελευταίο «φτάνει».
Όταν σταμάτησες, με κοίταξες στα μάτια. Περίμενες μάλλον μιαν απάντηση. Δεν την πήρες. Πρέπει να φαινόμουν αποσβολωμένη. Δεν είμαι ανοιχτό βιβλίο αλλά πρέπει να έμοιαζα με στοίβα τραπουλόχαρτα, που μόλις την είχαν ρημάξει. Κάπου έβλεπα ένα ρήγα κούπα, κάπου το δύο το καλό, το τέλος το καλό που το είχαν κρύψει;
Είσαι καλά;
Τι να απαντήσω; Δε σταματάω ποτέ μα ποτέ να σκέφτομαι. Τότε σταμάτησα. Έγνεψα σε μία ασαφή απάντηση. Και πήγα να μιλήσω. Να ξεστομίσω τι; Έβρεξα τα χείλη μου με τη γλώσσα μου, ξεροκατάπια, κάθισα στα γόνατά μου και κοίταξα χαμηλά.
Σίγουρα ήμασταν όνειρο. Όνειρο θερινής νυκτός. Φυσικά, τι άλλο; Πώς ξυπνάνε όμως; Εγώ θέλω να ξυπνήσω. Έλα βρες το μοχλό, τσίμπα με να ξυπνήσω, ένας λεκές στο σεντόνι. Εγώ τον είχα κάνει με μία σοκολάτα. Γιατί ρημαδοσεντόνια δε γράφετε πάνω σας μια απάντηση; Γιατί είστε έτσι άσπρα και χλωμά; Κι εσύ έτσι είσαι, θαρρώ πως μου φώναξαν.
Θες να αντιδράσεις; Θέλω αλήθεια αλλά έχω μουδιάσει. Θέλω αγάπη μου αλλά δεν μπορώ.
Θες να πεις κάτι;
Θέλω, μα τι να σου πω; Κι εγώ σε αγαπάω, και σε θαυμάζω και σε εκτιμάω. Εγώ, που ξυπνάω πάντα πριν από σένα, παίζω με τα γένια σου και σε πειράζω κι όταν ξυπνάς, κάνω την ανήξερη. Βάζω επίτηδες ζάχαρη στον καφέ σου, ενώ ξέρω ότι τον πίνεις σκέτο, για να γκρινιάζεις και να νομίζεις ότι το ξεχνάω. Όταν με κοιτάς όλο ευχαρίστηση, γιατί είπα κάτι τάχα σπουδαίο, σε κοιτάω με ευγνωμοσύνη που είσαι ακόμη εδώ και αντέχεις όλη τη μουρλαμάρα μου.
Την είχα κρύψει την αγάπη μου στο βαζάκι από γλυκό του κουταλιού και τη φύλαξα στο ράφι. Και τώρα την ψάχνεις να τη δεις αλλά δε την φτάνω να στη δείξω. Γιατί δεν έχω μάθει να αγαπάω. Έχω μάθει μόνη μου να πορεύομαι, μοναχή μου να παλεύω και μοναχή μου να χάνω. Και δε θα σε αφήσω να που πάρεις το απόκτημα τόσο πόνου, τόσου χρόνου και τόσων βασάνων. Δε θα σε αφήσω να με καλομάθεις.
Όλα αυτά τα σκέφτηκα. Σε τρία δευτερόλεπτα. Σε κοίταξα κι είπα, φεύγω. Με άρπαξες με νεύρα και μου φώναξες, αυτό μόνο αν είχα να πω. Και είπα κι άλλα.
Αν θες να φύγεις από τη ζωή μου, να φύγεις. Και να τα πάρεις όλα μαζί σου. Μην αφήσεις τίποτα πίσω.
Λένε πως το μίσος και την αγάπη τα χωρίζει μια λεπτή γραμμή. Την πέρασες σε ένα πετάρισμα των βλεφάρων. Όλα τα αγαπάω σου, έγιναν μίση. Καθένα μετατράπηκε και καθένα έφτασε στο λαιμό μου, ξίφος έτοιμο να διαμελίσει. Με άφησες και βγήκες πρώτος, πήρες κλειδιά, πήγες στην πόρτα. Σε ακολούθησα, σαν επιθεωρητής που ακολουθεί τα ίχνη του εγκλήματος. Στάθηκες στην πόρτα, έβαλες τα χέρι σου ανάμεσα στα μαλλιά μου, με έφερες πολύ κοντά σου και με άφησες. Με άφησες και με άφηνες.
Μετανιώνω μάτια μου, όσα δε σου ψιθύρισα στην πόρτα. Μετανιώνω που δεν τα άκουσες ποτέ ντυμένα με τη φωνή μου.
Έβαλα στα ακουστικά "Το καπηλειό" από τον Πασχαλίδη, μάζεψα τα μαλλιά μου και πήγα στο παγκάκι μας. Άκουσα 52 φορές το δίστιχο «ρωτώ διαβάτες στα στενά, αν είδαν μάτια καστανά σαν τα δικά σου». Πού είσαι;
Ήταν δύο το ξημέρωμα κι ήρθε ένας τυπάς να μου ζητήσει φωτιά. Του λέω, είχα φωτιά και της έριξα νερό, τώρα έμεινε μόνο στάχτη. Νομίζω με πέρασε τρελή, έφυγε βιαστικός.

Την είχαμε τη φωτιά, την άναψες εσύ, εσύ μάζεψες τα κλαδιά και τα ξερόφυλλα, εσύ έτριβες με υπομονή κι επιμονή. Εγώ ήμουν μόνο σπίθα που με το κουράγιο σου έγινε φωτιά, μια νύχτα του Σεπτέμβρη. Σπίθα ήμουν αλλά ήμουν και νερό και πάλεψα με τον ίδιο μου τον εαυτό και με εσένα, αλλά στο τέλος την έπνιξα. Μας έπνιξα αγάπη μου, εγώ μας έπνιξα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου