Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Σε σιχαίνομαι.


Και φαντάσου ότι σιχαίνομαι τη λέξη «σιχαίνομαι» και το ήξερες. Φαντάσου πόσο πολύ το εννοώ, για να σου το γράφω τόσες φορές, σε τόσες γραμμές, για να πω με σαφήνεια, σιγουριά και βεβαιότητα, πως ναι, σε σιχαίνομαι.

Έχω γράψει τόσες φορές και τα εικοσιτέσσερα γράμματα του αλφαβήτου, συνδυασμένα με πολλούς τρόπους, αφιερωμένα όμως κάθε φορά σε εσένα. Έχω γράψει για κάθε πρωτόγνωρο και κοσμογονικό αίσθημα που εξέπεμπες, για κάθε εξευγενισμένο χαρακτηριστικό σου, τις εξωραϊσμένες εμπειρίες μας, όλα σε φωτίζουν με ένα φωτοστέφανο και μία περιγραφή ουτοπική.


Βλέπεις, όποτε έγραφα δε χρειαζόμουν πυροδότηση ή έμπνευση ή κάποια τάξη, απλά άρχιζα να γράφω κι όπου με πήγαινε. Και μετά το συμμάζευα, το πετσόκοβα, και κάτι έβγαινε.
Ήξερα τι έγραφα τις άλλες φορές. Για σένα. Σε κάθε διαφορετικό τρόπο που μπορούσες να εκφραστείς μέσα μου. Σε ιστοριούλες, μισές αληθινές, μισές ψεύτικες, σε αναμνήσεις και λόγια που έπλεκα γύρω τους μυθιστορήματα. Ήσουν εσύ, εκεί, παντού.
Για σένα έγραφα και σπαταλούσα λέξεις κι επένδυα στη σκέψη σου και στην ιδέα σου, να γεννήσω μια πρόταση καινούργια, που θα πει όμως κάτι παλιό και χιλιοειπωμένο. Όλα μέσα από τον έρωτα.


Αν έγραφα πάλι για σένα, κι αν σε έστηνα πάλι στο βάθρο σου, πρόδιδα εμένα και τον πικρό καφέ δίπλα μου, κι επιβεβαίωνα την ειρωνεία του μαύρου κέρσορα. Κι ήταν τόσο μα τόσο εύκολο να το κάνω. Θα έρρεαν από μέσα μου τα λόγια και θα ένιωθα μια γλυκιά έκσταση, που θα σε έφερνα λίγο πιο κοντά μου. Θα ήταν σα να σε κρυφοκοιτούσα από μια κλειδαρότρυπα ή θα σε κατασκόπευα από ένα στενάκι να πίνεις τη μπύρα σου. Θα είχα για λίγο δικαίωμα να ξεκλέψω από τη φύση σου, μιλώντας για σένα.

Αν είμαι όμως λίγο, τόσο δα, εγωίστρια μέσα μου, τον ξέθαψα τον εγωισμό εκείνη τη στιγμή, τον εξόρυξα όλο, τον έριξα στην πλάτη μου και βγήκα στην επιφάνεια του μυαλού μου.
Πολύ σε αγάπησα, περισσότερο έγραψα για σένα, πιότερο πρέπει να σε αφήσω.
Οπότε; Οπότε, θα έγραφα για σένα. Αλλά για την άλλη σου πλευρά, αυτή που μπορούσα να κάνω πως μισώ, πως απεχθάνομαι. Όλα τα μέγιστα και τα μικροσκοπικά, και κυρίως τα δεύτερα, που είσαι και τα σιχαινόμουν. Έτσι πήρα τη χειρότερη λέξη που ξέρω, το «σιχαίνομαι» και την κόλλησα δίπλα σου, μήπως σου πετάξει αυτή λάσπη, γιατί εγώ δεν μπορούσα.

Σιχαίνομαι λοιπόν. Άφησα κάτω τα μαλλιά μου, έκατσα σταυροπόδι, ήπια άλλη μια καλή ρουφηξιά πικρού καφέ κι άρχισα να πληκτρολογώ το αρνητικό φιλμ σου. Τι είσαι και δεν έβλεπα, τι έβλεπα και δεν ήθελα να είσαι.
Σιχαινόμουν τη γεωγραφία που ήξερες. Με διόρθωνες συνέχεια. Ήξερες πού είναι τοποθετημένο και το παραμικρό ξερονήσι πάνω στην υδρόγειο σφαίρα και με νευρίαζε αυτό. Όταν μπέρδευα χώρες και πρωτεύουσες. Τη Λιουμπλιάνα, που δεν μπορούσα να την πω καλά.
Σιχαινόμουν τα γόνατά σου, τα χιλιογδαρμένα. Σιχαινόμουν τον χαοτικό γραφικό σου χαρακτήρα, που ποτέ δεν μπορούσα να διαβάσω.
Σιχαινόμουν το κλειδωμένο σου συρτάρι, για το οποίο ενώ ποτέ δεν στο είπα, είχα κάνει αμέτρητες υποθέσεις για το τι μπορεί να είχε μέσα.
Σιχαινόμουν που η μνήμη σου ήταν χρυσόψαρου και που εγώ θυμόμουν τα πάντα.
Σιχαινόμουν την προσποιητή, βρετανική προφορά που έκανες και νόμιζες ότι έβρισκα αστεία. Δεν ήταν.
Σιχαινόμουν που πίστευες ότι δεν έχω καταλάβει τον Οδυσσέα του Τζέης Τζόυ και ότι έλεγα αρλούμπες.
Σιχαινόμουν που έβρισκες την ποίηση φαιδρή και τα στιχάκια που σκάρωνα σε άφηναν δήθεν αδιάφορο.
Σιχαινόμουν τα τσιγάρα σου και τον αναπτήρα σου τον κίτρινο με τις καρδούλες. Φυσούσες κυκλάκια στο πρόσωπό μου και γελούσες σαν ο χείριστος βιλέιν, όταν πνιγόμουν κι έβηχα.
Σιχαινόμουν που έλεγες φλώρο τον Μπάτμαν και που μου έκανες σπόιλερ σε όλες τις ταινίες. Ήθελες να ξέρεις, πριν χρειαστεί να μάθεις.
Σιχαινόμουν την παραφωνία σου. Σε κάθε σου απόπειρα να τραγουδήσεις ακουγόσουν σαν πόρτα που τρίζει. Και στο αυτοκίνητο τραγουδούσες δυνατά, πολύ δυνατά και παράφωνα όποιο τραγούδι έπαιζε. Έτρεμα μη και σταματήσεις.
Σιχαινόμουν που με αγκάλιαζες τα βράδια και δεν μπορούσα να στριφογυρίσω, που ζεσταινόμουν και πνιγόμουν και το καταλάβαινες και δε με άφηνες.
Σιχαινόμουν που μου εξηγούσες, κάθε φορά που βλέπαμε μαζί αγώνα, τι είναι οφσαιντ, πρώτον γιατί το είχα καταλάβει και δεν ήμουν ηλίθια και δεύτερον γιατί είχες καταλάβει ότι δεν το είχα καταλάβει και το ξαναέλεγες.
Σιχαινόμουν που δε σε έπεισα ποτέ να φας καρότα.
Σιχαινόμουν που με δε έμαθες να κολυμπάω.
Σιχαινόμουν τα γυαλιά σου. Όταν τα φορούσες κι έγραφες εργασίες με τις ώρες, σαν τρελός συγγραφέας, που γράφει ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα.
Σιχαινόμουν τις βλεφαρίδες σου. Ήταν τρομακτικές και μοχθηρές, μακριές και τόσο μαύρες. Και τις σιχαινόμουν που αγκάλιαζαν τα μάτια σου.
Σιχαινόμουν τις φλέβες σου, που πετάγονταν στις παλάμες σου και σε φοβόμουν.
Σιχαινόμουν που έκανες ποδήλατο χωρίς χέρια κι εγώ έπεφτα από το ποδήλατο, γιατί απαιτούσε μια ισορροπία που δεν είχα ποτέ στη ζωή μου.
Σιχαινόμουν που όλα τα παιδάκια σου γελούσαν αβίαστα, χωρίς να προσπαθήσεις.
Σιχαινόμουν που ξημερώναμε βλέποντας Τελεμάρκετινγκ στο βουβό και φτιάχναμε διαλόγους. Σιχαινόμουν που οι δικοί σου ήταν καλύτεροι.
Σιχαινόμουν που δε γαργαλιόσουν.
Σιχαινόμουν το τρανταχτό σου γέλιο. Γοερό, φωναχτό και ηχηρό, στη μέση του σινεμά.
Σιχαινόμουν που με αγαπούσα όποτε με άγγιζες κι ήμουν συνέχεια του κορμιού σου.

Σε σιχάθηκα. Τόσος φορές που είπα κι άλλες τόσες που δεν προλαβαίνω σε μια ζωή να γράψω. Κι έπιασα τον εαυτό μου να γράφει μανιωδώς και σταμάτησα μόνο για να πάρω δύναμη από τον καφέ μου, που με ωθούσε να γράψω κι άλλα κι άλλα σα να μου έδινε κι άλλο από εσένα και με ενέπνεε.
Τόση ώρα δε γράφω γιατί σε σιχαίνομαι, γράφω γιατί πραγματικά σε αγάπησα. Τόση ώρα σου δίνω όση αξία σου είχα δώσει σε όλα τα προηγούμενα κείμενα μαζί. Έγραφα τόσο καιρό τους λόγους που θα σε ερωτευόταν κάποια άλλη, αλλά τώρα γράφω με πάθος, με μένος και γράφω τους λόγους που σε ερωτεύτηκα εγώ.

Το αποθήκευσα πρωτότυπο, άγαρμπο, αδιόρθωτο, με τις ατέλειές του. Έτσι σε είχα κι εγώ στο μυαλό μου και στην καρδιά μου, πρωτότυπο, άγαρμπο, αδιόρθωτο, με τις ατέλειές σου. Πήγες εκεί. Σε ένα φλασάκι, στο βαζάκι μαζί με κέρματα, πινέζες, κουμπιά, μία τυχερή δανική κορώνα, στο τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης μου. Ό,τι πιο ειλικρινές είχα από εσένα, για εσένα. Εκεί.

And now I am reaching out with every note I sing
And I hope it gets to you on some pacific wind


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου