Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα


«Αν μπορούσες να αλλάξεις κάτι, τι θα άλλαζες;», με ρώτησες.

Πέρασαν σλάιντ στο μυαλό μου όλα τα τσιριχτά μου «ναι» και τα φωναχτά μου «όχι» κι όλες οι μικρές αποφάσεις και πήγαινα να μιλήσω και να πω «αυτό» αλλά κοντοστεκόμουν και συνέχιζα να σκέφτομαι. Και αφού σκάλισα πολλά και ξέθαψα τόσα κι τόσα άλλα, ψέλλισα ένα νεκρό «Δεν ξέρω».

Τα περιτριγύρισα, τα αναποδογύρισα, τα ξανασκέφτηκα. Αν μια στιγμή μπορούσε να τα αλλάξει όλα. Μπορούσε. Και ήξερα κι ακριβώς ποιες στιγμές ήταν αυτές. Ήταν συνηθισμένες, μπανάλ ημέρες, όμοιες με τόσες και τόσες άλλες. Δεν τις είχες κυκλώσει στο ημερολόγιο με κόκκινο μαρκαδόρο, δεν ήταν διαφήμιση από αφρόλουτρο ούτε ακούγονταν τύμπανα συνοδεία. Σίγουρα δεν ήξερες ότι τα επόμενα δευτερόλεπτα θα αλλάξουν τόσο πολύ τα μεθεπόμενα αλλά το ήξερε η ζωή.

Και τα άλλαξε. Αν δεν το έκανα, αν δεν το έλεγα, αν δε διάλεγα εσένα, αν διάλεγα εσένα. Το έκανα, το είπα και δε σε διάλεξα. Ίσως αναρωτήθηκα πώς θα ήταν αν έστριβα στην προηγούμενη στροφή. Ίσως κάποιες μέρες χάζευα στην τηλεόραση και μέτρησα την απόσταση μέχρι να φτάσω στις αποφάσεις που πήρα. Αλλά δε τις μετανιώνω.

Όσα θυμάμαι και γελάω, όσα θυμάμαι και κλαίω, όσα θυμάμαι και πίνω κυρίως, ήταν όλα ο τζόγος μου. Με καμία πεπατημένη, με καμία σιγουριά. Αν κάηκα; Κάηκα. Αν το μετάνιωσα; Για κανένα λόγο.

Τι μετανιώνω; Τα βήματα που δεν πήρα, τις φορές που δε γλίστρησα, όσες δεν τραγούδησα δυνατά έξω στο παράθυρο και όσες δε σου φώναξα να γυρίσεις πίσω να με βρεις. Όταν αντιμετώπισα με τρέμουλο τον κίνδυνο και δεν τον κοίταξα κατάματα. Όταν μου πες «πάμε» και σου είπα «σώπα». Όταν τελικά, σώπασα.

Αλλά κατά βάθος είμαι δειλή. Λίγο-πολύ, όλοι είμαστε.

Μη και χάσουμε αυτά που πονέσαμε μέχρι να αποκτήσουμε. Και πες μου, ποιος πονάει πάλι; Γι’ αυτό συνηθίσαμε να χωράμε τις επιθυμίες σε προδιαγραφές και σε εγχειρίδια χρήσης, γι’ αυτό βολέψαμε τα καρδιοχτύπια σε δύο εκατοστά ασφάλειας.

Φοβάσαι και φοβάμαι και πάλι από την αρχή. Ποιος αναμοχλεύει τα ήδη βολεμένα;

Έτσι γινήκαμε ολίγον τι δειλοί. Γι’ αυτό στριμωχνόμαστε αγκαλιά στον καναπέ.

Εγώ όμως η δειλή, σου λέω ρίσκαρε.

Ρίσκο. Σα να λέμε μηδενική ασφάλεια και χιλιάδες ενδεχόμενα. Δηλαδή δόσεις αδρεναλίνης, δηλαδή μαστούρα. Κι είναι οι τρελοί, οι ονειροπόλοι, αυτοί που τους αποκαλούν «φευγάτους», αυτοί που εκεί που εγώ κι εσύ βλέπουμε τα άβατα, που χωρίς δίχτυ ασφαλείας αντικρίζουν το στόχο και τον αποτελειώνουν.

Αυτοί τολμούν. Να τολμάς κι εσύ.

Λέμε δε γίνεται, λέμε όχι τώρα, ίσως κάποτε, για να πούμε απλώς πως δεν είχαμε το θάρρος, δεν είχαμε την τόλμη να πάρουμε την άτιμη απόφαση και το κούφιο το μυαλό μας, και να τινάξουμε όλα τα δεδομένα στον αέρα.

Τίναξε τα όλα στον αέρα, είπες. Από τον αέρα όμως θα φτάσουν πάλι στη γη σκέφτεσαι, κι ό,τι καταδίωξες θα σε καταδιώξει.

Αν είσαι δειλός και γίνεις γενναίος για χάρη της αρχής του τέλους, πάλι δειλός θα μείνεις. Και διάβασα κάπου πως ο δειλός αποκτά τόλμη, μόνο όταν δεν έχει πια τίποτα να χάσει.

Αξία όμως έχει να τολμάς, όταν το παιχνίδι ακόμη παίζεται, όχι όταν το έχεις ήδη χάσει, κάποιος, κάποτε μου είπε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου