Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

Περί Καλοκαιριού και Καταχνιάς λόγος ή Lets talk about Summer and Smoke


Καλοκαίρι και Καταχνιά. Το λες και σου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο και αρχίζεις να φαντάζεσαι ψηλούς, μελαχρινούς τυπάδες, με θεληματικό πηγούνι- γιατί χωρίς θεληματικό πού πας;-, κρατώντας ένα τσιγάρο στα ακροδάχτυλά τους να αναρωτιούνται «τι είναι ζωή», ενώ στο φόντο διαφαίνεται ένα ομιχλώδες τοπίο υπό το φως του ήλιου που ανατέλλει.

Κάτι τέτοιο, αν φανταστούμε ότι κάπου εκεί στο βάθος κρύβεται ένας μελαχρινός τυπάκος

Ίσως αυτό να είχε στο νου του ο Tennessee Williams όταν ονομάτιζε το έργο του ή ίσως τα είχε τσούξει λίγο παραπάνω, είχε και λίγη κατάθλιψη, διάβαζε και τον άλλον αυτοκτονικό τύπο, τον Χαρτ Κρέιν και είπε:«Μμμμμ, θα το ονομάσω Καλοκαίρι και Καταχνιά (Summer and Smoke), όπως λέει και σε αυτόν τον στίχο ο ποιητής, διότι όλοι εμείς οι καλλιτέχναι είμεθα βασανισμέναι ψυχαί, καταδικασμέναι σε αιώνιον εγκλεισμόν μές στο ίδιο μας το δέρμα».
Και εδώ που τα λέμε, πώς να μην είναι βασανισμένη ψυχή ο έρημος με την οικογένεια που είχε; Πατέρας βίαιος και αλκοολικός, μητέρα νευροψυχωτική, αδερφή σχιζοφρενή που είχε υποστεί και λοβοτομή. Ούτε casting για ταινία του Lars Von Trier να μάζευαν.

Όπως και να ‘χει, ο μπάρμπα-Tennessee, αξιοποιώντας βιογραφικά στοιχεία, έγραψε έργα που πραγματικά διεισδύουν στο εσωτερικό τον ανθρώπων, ερευνούν το Εγώ τους, το Υπερεγώ τους, το Εκείνο τους, το Τούτο τους, το Παρατούτο τους και όσες φροϋδικές αντωνυμίες υπάρχουν, και τις παρουσιάζει σε ένα σκηνικό τύπου κατεστραμμένο αμερικάνικο όνειρο.

Και γιατί αγαπάμε τον κύριο Θωμά Λανιέρ Γουίλιαμς; Γιατί οι χαρακτήρες του είναι τόσο αδιευκρίνιστοι, απρόβλεπτοι και μοναχικοί, δηλαδή είναι τόσο ανθρώπινοι που σε κάνουν στο τέλος να λες: «Μωρέ, κοίτα τι συμβαίνει χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι. Πω πω, κοίτα τι μπορεί να γίνει από τη μία μέρα στην άλλη». Αυτή ακριβώς είναι η μαγεία του Tennessee: χωρίς φανφάρες και περίτεχνους χειρισμούς, μας παρουσιάζει τη καταστροφικότητα της καθημερινής, απλής ζωή, Μπαίνει, βρε παιδί μου, στο μυαλό της θείτσας Ελένης, που πάει κάθε Κυριακή στη εκκλησία, κεντάει σεμεδάκια με τις φίλες της και κερνάει υποβρύχιο βανίλια με τους κουβάδες  και της λέει: «Όσο απλά και να ζεις, όσο ήσυχα και ταπεινά να φέρεσαι, κανείς δεν σου διασφαλίζει ότι αύριο δεν θα καταλήξεις στο Δρομοκαΐτειο». Δηλαδή, ούτε να φχαριστηθούμε ένα υποβρύχιο δεν μας αφήνει ο μπάρμπας.

Πάμε τώρα στο έργο που ακούγεται σαν τίτλος από άρλεκιν. Η υπόθεση έχει ως εξής: Σε μία επαρχιακή πόλη του Μισισιπή, ζει η Άλμα Γουάινμιλλερ, η οποία είναι μεγαλωμένη με τις αρχές του πουριτανισμού και της επαρχιακής νοοτροπίας- τύπου «πρόσεχε τι λέει ο κόσμος». Η Άλμα ζει, θεωρώντας ότι το σημαντικότερο στη ζωή είναι η αγνότητα της Ψυχής, η καθαρότητα του Πνεύματος. Είναι, βρε παιδί μου, σαν τη συμμαθήτρια σου με τα Γαλλικά και το πιάνο, που εσύ ήσουν 15 και δεν ήξερες που πάνε τα 4 και αυτή σου μίλαγε για Ντεκάρτ και cest nest pas un pomme. Το κορίτσι το καλό, το άξιο, το μονάκριβο, το πολυαγαπημένο. Ιδιαίτερα, καθώς ο πατέρας της είναι ο ιερέας της ενορίας, η Άλμα ζει έχοντας σαν αρχές της ζωής της την αυτοσυγκράτηση, την ηθική και την αξιοπρέπεια. Η Σάρκα και οι ανάγκες της για την Άλμα δεν έχουν καμία αξία και δεν συνάδουν με τον αληθινό Έρωτα. Και η Άλμα -όσο και αν στα σκοτεινά την έλουζαν  και στα άφεγγα την χτενίζαν-  τον Έρωτα τον έχει γνωρίσει από μικρό παιδί στο πρόσωπο του γείτονά της, του Τζων, γιό του επαρχιακού γιατρό της πόλης. Ο Τζων αντιπροσωπεύει όσα η Άλμα αρνείται να δεχτεί: είναι ηδονιστής, γεύεται τη ζωή με τις αισθήσεις και δεν πιστεύει σε τίποτα ανώτερο. Αδυνατεί να συμβιβαστεί με τους τύπους της επαρχιακής κοινωνίας και αναζητά το υλικές απολαύσεις. Είναι, ας πούμε, το bad boy αλά Jake Gyllenhaal που η μάνα σου προσεύχεται να μην το συναντήσεις στο δρόμο σου και αν το συναντήσεις σου παίρνει το κεφάλι και στο γυρνάει 180 μοίρες μην τυχόν και τον μπανίσεις.

Πόσο θλιβερός, όμως, είναι ένας τέτοιος έρωτας και πόσο αληθινά καταστροφική είναι μια τέτοια σχέση; Η Άλμα πιστεύει στον Έρωτα τον αγνό, τον πλατωνικό, τον ιδεαλιστικό, που παίρνει την ασχήμια και τη μεταπλάθει σε ουράνια ομορφιά, τον αγγελικό έρωτα, ενώ ο Τζων αποδέχεται μόνο τον διονυσιακό Έρωτα, τον σαρκικό, τον υλιστικό, που ικανοποιεί τις αισθήσεις και προσφέρει απόλαυση, τον ζωώδη έρωτα. «Όλοι βρισκόμαστε μέσα σ’ ένα βούρκο, αλλά μερικοί από μας κοιτάνε τ’ άστρα» θα πει η Άλμα στον Τζων σε μια προσπάθεια της να του εξηγήσει τη σκέψη της. «Κάποια μέρα, θα σας δείξω έναν ανατομικό πίνακα που έχω στο γραφείο. Παρουσιάζει όλα μας τα εντόσθια κι ίσως μπορέσετε να μου δείξετε εσείς, πού κοντά πέφτει αυτή η περιβόητη ψυχή που λέτε!» θα της πει κυνικά Τζων στη προσπάθεια του να την κλονίσει. Είναι ένας έρωτας πραγματικά καταδικασμένος γιατί αυτό που χωρίζει τους δύο ήρωες δεν είναι οι εξωτερικές συνθήκες π.χ. αντίδραση οικογένειας, αποχωρισμός, κακιά Σοράγια κ.λπ. αλλά τα προσωπικά πιστεύω τους, η φιλοσοφία που έχει υιοθετήσει ο καθένας τους στη ζωή του. Είναι ένα τεράστιο χάσμα οπτικής που τόσες πολλές φορές μπορεί κάποιος να συναντήσει στη ζωή του. Πόσο θλιβερά πραγματικός και αληθινός είναι ένας τέτοιος έρωτας;


Και η κορύφωση, η ειρωνεία της κατάστασης και η τραγικότητα της ζωής επέρχεται στο τέλος του δράματος, όπου οι πρωταγωνιστές αντιμετωπίζουν τους προσωπικούς δαίμονες και παίρνουν τις μεγαλύτερες αποφάσεις: Η Άλμα, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι ο Έρωτας δεν ξεδιψά μόνο με πλατωνικές ιδέες, αποφασίζει να αποποιηθεί τα πιστεύω της και να θυσιάσει την πουριτανική της αξιοπρέπεια. Προτάσσοντας τον εαυτό της και την ανάγκη της για έρωτα, συναντά τον Τζων παίζοντας όλα τα συναισθήματα της σε μία στιγμή. Δυστυχώς, όμως, η στιγμή αυτή είναι εκείνη που ο Τζων, ύστερα από το θάνατο του πατέρα του, απομακρύνεται από τα υλιστικά του πιστεύω, υιοθετεί τη δική της φιλοσοφία, αρχίζει να πιστεύει στο ανώτερο, το άυλο και βλέπει στο πρόσωπο της την ενσάρκωση του πνευματικού έρωτα.  Είναι στιγμή που τα δύο πρόσωπα αλλάζουν θέαση για τον κόσμο και για τον Έρωτα. «Οι ρόλοι αντιστράφηκαν- και με τι τραγική ειρωνεία! Εσείς σκέφτεστε τώρα, όπως σκεφτόμουν εγώ άλλοτε- κι εγώ, όπως εσείς τότε», θα αναφωνήσει η Άλμα, πριν φύγει από το ιατρείο του Τζων, για να αναζητήσει αυτό που εκείνος δεν μπορεί πλέον να της προσφέρει. Πόσο αληθινό bad timing είναι αυτό; Πόσο τραγικό είναι ένα τέτοιο τέλος για ένα πρόσωπο που συνειδητοποιεί τι έχει ανάγκη τη στιγμή που πλέον δεν μπορεί να το έχει.

 Είναι ακριβώς τόσο τραγικό όση τραγική είναι η καθημερινή ζωή. Είναι τόσο ειρωνικό όσο ειρωνική είναι και η πραγματικότητα. Ο Tennessee σου πετά στα μούτρα αυτή την ειρωνεία και σου λέει «Δεν πάει να λέει ο Coelho και ο κάθε φεισμπουκοφιλοσοφος ότι εάν θες κάτι πολύ, το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις. Όσο και να θες κάτι, όσο και αν προσπαθήσεις, εάν η ζωή θέλει να σε περιπαίξει, θα το κάνει και με απόλυτη επιτυχία». Αυτό, ακριβώς, είναι η ουσία του έργου: η τραγική ειρωνεία που χαρακτηρίζει τον έρωτα. Για το λόγο αυτό, το Καλοκαίρι και Καταχνιά σου αφήνει μια πικρία, όπως αυτή που σε βαραίνει όταν ξυπνάς το πρωί και καταλαβαίνεις πόσο μόνος είσαι μέσα στην απεραντοσύνη του κόσμου. Όπως λέει και ο Μάριος Πλωρίτης, το έργο αυτό «μοιάζει με λυπητερό τραγούδι στο δειλινό, μακρινή ελεγεία μέσα στη καταχνιά, όπου αναδεύονται για στερνή φορά αμέτρητοι καημοί, πριν σβήσουν για πάντα, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας που έρχεται…». Nailed it.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου