Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Μιαν Αλίκη, στη χώρα των παθημάτων


Τι ονειρεύτηκες χθες; Και ποιος σου είπε πως είναι όνειρο;  Ή δεν είναι;

Κάπου στο χωροχρόνο, δυσδιάκριτα και αδιευκρίνιστα, τις κουβαριασμένες σου αναμνήσεις τις συγχέεις με απραγματοποίητες σκέψεις. Στο ένα σου χέρι να κρατάς σκέψεις κι ιστοριούλες που πλάθει το φαντασιόπληκτο μυαλό και στο άλλο, μιαν ανάμνηση.

Και για πες μου τώρα εσύ, εσύ ξερόλα και εσύ πανούργε, τι από όλα αυτά είναι αλήθεια και τι πλάνη; Πόσο διαφορετικό είναι να θυμάμαι πως με αγάπησες και πώς με αγάπησες, από όσο το φαντάστηκα; Πόσο απέχει στις συνάψεις μου το μακρινό παρελθόν από τη μυθοπλασία;


Απροσδιόριστο. Εγώ δεν ξέρω να σου απαντήσω. Ώρες-ώρες ξεφεύγω και ζω όσα φαντάζομαι και φαντάζομαι όσα δε ζω. Είναι άραγε μια σκηνή σφυρηλατημένη στο πιο άδικο όργανο του σώματος ή μια θύμηση από το πιο πληγωμένο;

Μου λες να μην ανησυχώ και να τα θάψω στην άμμο και τα δυό, και τα τερατουργήματα της τετραπέρατης φαντασίας μου και τις καθηλωμένες αναμνήσεις. Πως και τα δύο είναι φευγιό από αυτό που μου το ονομάζεις πραγματικότητα. Και πως τάχα αυτή είναι σημαντική και ουσιαστική. Και σου απαντώ, τι να την κάνω; Επειδή κάτι το αγγίζεις, δεν το κάνει αληθινό κι επειδή κάτι αιωρείται σε νεφέλες, δεν το κάνει απόθητο.

Κι αν την πραγματικότητα την έχτισαν συγκυρίες και θεοί με ξόρκια και ματζούνια, κι αν είμαι το κόκκινο πιόνι ενός πολύχρωμου ταμπλό; Την πραγματικότητα που μου πετάς ευθαρσώς στο τραπέζι, εγώ θα την αμφισβητήσω. Θα την βάλω σε ένα πολύ μικρό κουτί, με ακτίνα μιας σπιθαμής και θα την ανταλλάξω με αυτό που θέλω. Θα την αντικρίζω ως αυτό που μπορεί να γίνει, που θέλω να γίνει, στη δυναμική της, την προοπτική της, όπως κοιτάς από μακριά το στόχο και παίρνεις μια βαθιά ανάσα πριν πετάξεις το βέλος. Κι ας το λες εσύ ψέμα κι ας λες πως οι αισθήσεις δεν το πιάνουν κι ας μάχεσαι να μου αποδείξεις, πως έτσι, ευτυχισμένη ποτέ δε θα γίνω. Εσένα τι σε κάνει ευτυχισμένο;

Το δικό μου το κάστρο έχει δράκους και κήπους με παράξενα φυτά, πασπαλισμένη με ανατολίτικα μπαχάρια ατμόσφαιρα και στερείται νόμων φυσικών, στερείται οργάνωσης, σαν αυτή που έμαθες να μου λες πως πρέπει να υπακούω. Το δικό μου το κάστρο κρύβει τη μαγεία όσων εσύ δε θα μάθεις ποτέ πως υπάρχουν, κρύβει μια ψυχή που δε θα βρεις γύρω σου, μια ψυχή με κεφαλαία χι και ψι, μία δίχως το ωμέγα, το λήγον, το λίγον.

Κι όταν έρθεις με πυγμή και τσαμπουκά, να μου πεις αργά και συλλαβιστά, πως αλήθεια είναι όσα λένε τα χείλη, όσα ακούνε τα αυτιά και βλέπουν τα μάτια, θα γυρίσω να σου πω εγώ, που με χαρακτηρίζεις σκληρή και πεισματάρα, εμένα οι αισθήσεις μου με πρόδωσαν πολλές φορές, το μυαλό μου καμία.

Πιάσε το χέρι της Αλίκης. Η χώρα αυτή είναι των θαυμάτων.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου