Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

Χαρμολύπη



Δεν ξέρω τι με έκανε να ξυπνήσω. Μπορεί ο ήχος από τη βροχή που δυνάμωνε ή η απουσία του ήχου από το ραδιόφωνο που  ο παππούς είχε αφήσει πάνω στο κομοδίνο. Ναι, το ραδιόφωνο σταμάτησε, αλλά ο παππούς κοιμόταν και δεν κατάλαβε. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα και τη γιαγιά να κοιμάται γαλήνια, σαν να ονειρευόταν τα καλοκαίρια που πέρασε στο Μούρτο. Τότε που κολυμπούσε άφοβα στα παγωμένα νερά του Γαλλικού Μόλου, φτάνοντας στο απέναντι νησί, για να περάσει το απόγευμά της ψαρεύοντας και τραγουδώντας. Γιατί η γιαγιά είχε ωραία φωνή- ακόμα έχει- αλλά ο πατέρας την δεν ήθελε να την κάνει «ελευθέρων ηθών». Καλύτερα, γιατί τότε ίσως να μην ήταν δική μου γιαγιά.

Ξέφυγα από την αγκαλιά της όπως ήμουν ξαπλωμένη και χαμογέλασα με το γεγονός ότι 25 χρονών κοπέλα ήθελα την αγκαλιά της γιαγιάς για να κοιμηθώ. Είναι, μαλλον, ότι η αγκαλιά της μοιάζει με την αγκαλιά που περιγράφει και η Οριάνα Φαλάτσι στο αγέννητο παιδί της: «Θα σου άρεσε η γιαγιά γιατί είναι παχουλή και μαλακή, με μια μεγάλη παχουλή και μαλακή κοιλιά για να ξαπλώνεις, με δυο χέρια παχουλά και μαλακά για να σε προστατεύουν και ένα χαμόγελο που ηχεί σαν συναυλία από καμπανούλες. Δεν ξέρω τι την έκανε να γελάει με αυτόν τον τρόπο, αλλά πιστεύω ότι ήταν γιατί είχε κλάψει πολύ». Και η γιαγιά μου έχει κλάψει πολύ. Έχει κλάψει για τη θεία μου που έχασε τις διδυμούλες και τώρα θα ήταν στην ηλικία μου, για την αδερφή μου που γεννήθηκε εφταμηνίτικο, για τον θείο μου που αρρώστησε, για τον αδερφό που έχασε, για τον παππού που σβήνει. Γιατί ο παππούς σβήνει και λιώνει όπως το κερί που κρατάς και από στερεό γίνεται υγρό και κυλάει στα δάχτυλά σου και καίει σαν μικρή φλέβα λάβας.


Τινάχτηκα σαν το κερί να ήταν αληθινό και με έκαψε. Και την είδα πάλι. Εκεί ήταν, στη γωνία, τυλιγμένη στα σκοτάδια του σπιτιού, να κοιτάζει όπως η οχιά το θήραμα της. Έχεις κοιτάξει οχιά στα μάτια; Εγώ ναι, για δέκα δευτερόλεπτα με τα αστραφτερά μάτια της, κουλουριασμένη στην χαραμάδα του πέτρινου τοίχου, να με κοιτάζει επίμονα προσπαθώντας να αποφασίσει τι θα είμαι για αυτήν. Έτσι καθόταν και εκείνη, αναποφάσιστη για την επίθεσή της. Η Απώλεια, στη γωνιά, δίπλα από το ραδιόφωνο που είχε κλείσει. Δεν φοβήθηκα, την είχα ξαναδεί.

Την είχα δει στο χωριό, όταν πήγαμε να ανοίξουμε το σπίτι μετά την αναχώρηση του παππού και της γιαγιάς για την Αθήνα. Την είδα στην αραχνιασμένη καρέκλα του παππού, εκεί που τα καλοκαίρια καθόταν και εμείς γύρω του πίναμε ρετσίνες. Την είδα στην σκονισμένη φωτογραφία από το καλοκαίρι του 1999, όταν ο Παναγιώτης ήταν τριών χρονών, ανεβασμένος στο αγροτικό του παππού. Την είδα στις ξεχασμένες παντόφλες της γιαγιάς, κάτω από το κρεβάτι της. Ακόμα και στον παλιό αρκούδο, το παιχνίδι του Νίκου, που πέρασε από εγγόνι σε εγγόνι για να καταλήξει στο δωμάτιο στο χωριό, ακόμα και εκεί ήταν.

Τώρα ήταν μπροστά μου, εκεί δίπλα στο ραδιόφωνο αμίλητη. Σηκώθηκα και την πλησίασα. Μου άπλωσε το παγωμένο χέρι της και την ακούμπησα. Αναρρίγησα στο άγγιγμα μας. Για δύο λεπτά κοιταζόμασταν μέχρι που ένιωσα να με τυλίγει το σκοτάδι της και να χάνομαι και να πηγαίνω πίσω. Πίσω, στο καλοκαίρι του 2015 που καθόμασταν στην αυλή στο χωριό, χαζεύοντας τους αστερισμούς και κοροϊδεύοντας τον παππού που δεν μπορούσε να μασήσει την πίτα της γιαγιάς. Πίσω στην γαρυφαλλιά που είχε φυτέψει η γιαγιά το Πάσχα του 2010, όταν γυρίσαμε από τον Επιτάφιο και της φέραμε τους κλώνους που είχαν περισσέψει. Ακόμα πιο πίσω στο καλοκαίρι του 2006, που είχαμε πιει με την αδερφή μου πρώτη φορά ρετσίνα με σόδα και γελούσαμε και ορκιζόμασταν ότι δεν πρόκειται να το μάθει ποτέ η μαμά. Λίγο πιο πίσω στο φθινόπωρο του 2004, όταν η γιαγιά Ευαγγελία έβαλε φωτιά στο δωμάτιο της και χάθηκε μέσα στις φλόγες. Η γιαγιά μου δεν την άντεχε τη γιαγιά Ευαγγελία, βλέπεις ήταν η κλασική στριμμένη πεθερά, αλλά της στοίχισε που δεν ήταν εκεί, στο πλευρό της, όταν χανόταν. Πίσω στο καλοκαίρι του 2000, που μας έφεραν το Λιτσάκι, μωρό έξι μηνών, να το δούμε και μας περιεργαζόταν με τα καταγάλανα ματάκια της. Πίσω στο χειμώνα του 1997, όταν ο Άγιος Βασίλης ήρθε στο χωριό και μας χτύπησε το παράθυρο στην παλιά κουζίνα. Και ξανά μπροστά πάλι, 23 Μαίου 2016, όταν ο παππούς παραπονέθηκε ότι πονάει στο συκώτι και ότι το ένιωθε πρησμένο. Εμείς γελάσαμε και του είπαμε να μην γίνεται φαντασιόπληκτος. Και η μαμά του είπε για να ηρεμήσει ας έρθει στα Γιάννενα να τον δει ο Παθολόγος. Και ήρθε και δεν ήταν φαντασιόπληκτος.

Η Απώλεια είχε χαθεί από τα μάτια μου. Δεν με ξεγελούσε, όμως, κάπου κρυβόταν. Κάτω από το τραπεζάκι που είχαν φέρει στην Αθήνα από το χωριό; Μέσα στο βιβλίο του παππού; Πίσω από το κουρτινάκι της κουζίνας; Δεν είχα διάθεση να ψάξω. Γιατί κατάλαβα τότε αυτό: δεν είμαι πια παιδί. Δεν είμαι παιδί και για αυτό η Απώλεια δεν θα έπρεπε να με πληγώνει. Όμως, πώς να μην πονάς όταν ξέρεις ότι είναι η τελευταία φορά που βλέπεις έναν άνθρωπο; Η τελευταία ρουφηξιά του ανθρώπου που σε ανέβαζε στην καρότσα του αγροτικού και σε πήγαινε πάνω στο εκκλησάκι της Παναγιάς. Του ανθρώπου που σου έφτιαξε τον πρώτο χαρταετό και τον πέταξε εκεί στο λοφάκι, απέναντι από το σπίτι. Του ανθρώπου που σου έλεγε τα ονόματα των αστεριών που εσύ ποτέ δεν κατάλαβες ποιο είναι ποιο. Του ανθρώπου που σε έμαθε να τρως πατάτες με τζατζίκι γιατί το τζατζίκι «κάνει καλό στην υγεία». Του ανθρώπου που έκατσε και σου κατασκεύασε ένα ξύλινο καράβι για την εργασία σου στην Β Γυμνασίου. Του ανθρώπου που σε πήρε από το χέρι και σου έδειξε ένα μπαούλο γεμάτα βιβλία και σου είπε «αυτά κάποτε θα γίνουν δικά σου». Του ανθρώπου που καπνίζοντας το τσιγάρο του σου είπε «εσύ θα φτάσεις ψηλά» και ας μην έφτασες. Του ανθρώπου που σκότωσε την οχιά με τα λαμπερά μάτια.


Και έκλαψα γιατί ο παππούς έλιωνε. Και ο Νίκος παντρευόταν. Κάτι τελείωνε, κάτι άρχιζε. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί η ζωή είναι τόσο ειρωνική.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου