Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Με πάλη παιδιά




Παιδιά. Ήμουν από κείνα που γύριζαν ανάποδα το κεφάλι τους όταν έκαναν κούνια, αγνάντευαν τον ουρανό και ένιωθαν την επιθυμία να βουτήξουν μέσα σε αυτόν. Ήμουν από εκείνα που ονειρεύονταν. Ξέμεινα από εκείνα που ονειρεύονται.

Μεταμορφωθήκαμε. Δεν είμαστε πια παιδάκια. Δεν ξέρω τι είμαστε. Ίσως να γίναμε εκείνα τα τέρατα που φοβόμασταν τα βράδια. Ίσως να γίναμε η σκιά του δέντρου που μας έκανε να κουκουλωνόμαστε κάτω από τα παπλώματα. Μπορεί ο πεντάχρονος εαυτός μας να μας περιγελάει.

Εύχομαι να μου είχαν πει κάποτε πως πονάει λίγο να μεγαλώνεις, πως όσο κι αν θες, λίγο σκληραίνει η καρδιά, οι καμπύλες γίνονται γωνίες, τα θερμά χρώματα ψυχραίνουν, όλα τα παράξενα και τα «γιατί μαμά;» παίρνουν απαντήσεις. Tα πουπουλένια σύννεφα, μικρά κομμάτια από βαμβάκι που έφερναν βόλτα όλη τη Γη και τα ζήλευες, γιατί συζητούσαν με το γαλάζιο, αυτά τώρα είναι σκέτο νερό, γκρίζο πού και πού, φέρνει βροχή.

Εύχομαι να μου είχαν πει πως τα παιχνίδια αυτών των ενηλίκων δεν είναι αθώα και δεν είναι διασκεδαστικά. Πως είναι επικίνδυνα και κάποιος πάντα χάνει και αυτό μερικές φορές πειράζει και αυτός μερικές φορές ψυχορραγεί. Πως πια κρυφτό παίζουν με τα αισθήματα και κυνηγητό με τις ευκαιρίες. Κι ας φώναζα εγώ πως θέλω μεγάλη να γίνω, για να κοιμάμαι ό,τι ώρα θέλω και να οδηγάω το αμάξι του μπαμπά μου.

Ας ήταν μία γειτόνισσα, από αυτές τις παράξενες κυρίες με τις πολύχρωμες φούστες και τα αστεία μαντήλια, που μύριζαν πάντα σπιτικό φαγητό ή κάποια σαπουνάδα, που θα σκύψει μπροστά μου, θα με κοιτάξει στα καστανά μικρά ματάκια μου και θα μου πει το μυστικό για να μείνει άθραυστη η καρδιά μου, άφοβη, ατρόμητη όπως νόμιζα πως ήμουν κάποτε.

Θα μπορούσε να έρθει εκείνος ο ύποπτος γεράκος με τις τιράντες και τα ολοστρόγγυλα γυαλάκια του, αυτός που πάντα η παρουσία του ήταν επιβλητική, γιατί φαινόταν πελώριος και μοχθηρός αλλά σοφός και πολυμαθής, να μας μαζέψει ένα βράδυ γύρω του και να μας αφηγηθεί μια ιστορία, που λήγει με μία συμβουλή. Τα όνειρά σας να τα πάρετε μαζί σας όταν γίνετε μεγάλοι και τότε πιο πολύ από τώρα να τα φυλάτε κι αν ποτέ ξεθωριάσουν, θυμηθείτε ετούτη εδώ τη στιγμή.

Για ένα βράδυ να πειστώ πως θα γίνω αστροναύτης κι ας ξέρω πως δε γίνεται. Να μου περάσει έστω και φευγαλέα από το μυαλό η ιδέα πως τα ταχυδακτυλουργικά είναι μαγεία. Να ενθουσιάζομαι που κατάφερα να παίζω τα κάλαντα με τη φλογέρα ή που έμαθα να κάνω ποδήλατο χωρίς βοηθητικές. Να δίνω φιλιά κι αγκαλιές και να δίνω, να δίνω, να δίνω ό,τι έχω χωρίς ζύγι.

Κλείνω τα μάτια μου απόψε κι από όσα μπορώ να ευχηθώ, από όσα μπορώ να ζητήσω, θα πω μόνο πως θα ήθελα να μεταμορφωθώ στο μικρό λούτρινο αρκουδάκι που έπαιρνα αγκαλιά μικρή τις νύχτες και ήταν όλη μου η ασφάλεια και η ασπίδα στη ζωή.

Κάνω κούνια, γυρίζω το κεφάλι μου ανάποδα. Θυμάσαι Μαρία, τότε σου άνηκε ο κόσμος, τώρα του ανήκεις εσύ. Δε σου τα είπαν καλά. Ο ουρανός θα είναι για πάντα δικός μου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου