Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2016

Διεφθαρμένε μου ρεαλιστή



Διεφθαρμένε μου ρεαλιστή εαυτέ. Σε τραβολόγησαν και σε έσυραν σε απύθμενα πηγάδια, σε ωκεανούς αχαρτογράφητους σε βούλιαξαν. Δε σου επέτρεψαν να πεις κουβέντα. Σε μύησαν στον πόθο και στη λόξα, στη μανία των παραισθημάτων, σεληνιασμένα τα βλέμματα, μελίρρυτα τα λόγια. Κι εσύ κακόμοιρε, δεν πρόφτασες λέξη να αρθρώσεις, να παραπονεθείς, να διορθώσεις. Να δράσεις, να αντιδρούσες.

Μικρέ μου περιπλανητή, ανυπάκουέ μου εαυτέ. Γιατί να μην πορεύεσαι όπως όφειλε το χώμα που σε πλάθει; Πού ψάχνεις να βρεις την ευτυχία; Γερά πατάς τα πόδια σου στη γη, σε δένουν νήματα ατσάλινα. Κρυφακούς το μυστικό της. Δεν άκουσες καλά από κει που στέκεσαι.

Αχόρταγέ μου διαβάτη. Αγεφύρωτη η ευτυχία που γυρεύεις με την πραγματικότητα που προσυπογράφηκε να βηματίζεις. Κάποιας αναγεννησιακής τέχνης δημιούργημα είσαι. Κάποιας κοροϊδίας παραμυθάκι. Κλωστή με μιαν αρχή, ελεύθερη να αφήνεται στα ορίσματα του ανέμου και του χρόνου, αόριστο το τέλος, αναπόφευκτο όμως. Νυχτοπερπατήματα σε βασανίζουν, νυχτοπερπατήματα που λύνεις τα κορδόνια και τυφλό σε οδηγεί η ψυχή σου.  Η ψυχή σου. Αυτή χαμένε μου εαυτέ, αυτή δεν την έδεσαν ποτέ.

Είναι το όνειρο που κυνηγάς δικό σου, περήφανη και παρορμητική μου ψυχή; Ή σου το πούλησαν και αυτό;

Ένα βιβλίο σε είπαν. Δερματόδετο, παλιό. Κιτρινισμένα φύλλα, τσακισμένες οι σελίδες που σε καθόριζαν. Ήταν τρελός ο συγγραφέας σου, ξεψυχισμένε μου εαυτέ, η υπογραφή του, η ανάσα σου στον κόσμο τούτο τον άγαρμπο. Μιλάς για φαμφάρες και ρομαντζάδες, μιλάς για ανεπίλυτες χίμαιρες. Το τέλος είναι από εκείνα που δε φέρνουν κάθαρση μήτε ρίχνουν φως στις αραχνιασμένες γωνιές. Το τέλος είναι από εκείνα που δεν κατάλαβες ποτέ. Δε σε κατάλαβαν ποτέ περίεργέ μου εαυτέ. Σαν αυτή εδώ την ιστορία, την ολοκαίνουρια που λέει όσα έχουν ήδη ειπωθεί. Μια νοητή ανοησία.

Καλέ μου εαυτέ, κακό σου έκαναν πολύ. Σε πίκραναν, σε πρόδωσαν, σε γρατζούνισαν απαίδευτα χέρια κι ακονισμένες λόγχες. Δε λογάριασε το ξερό σου το κεφάλι, δε σάλεψε η πίστη σου, κίνησες να παίξεις ξανά. Καλοκάγαθέ μου εαυτέ, πού πας και τι γυρεύεις;

Δε γεννήθηκε η λογική σου πρώτη φορά, σε σένα ξανακάρπισε, όπως σε τόσους και τόσους άλλους. Στοίβαξες  πράματα στο αδειανό σου κεφάλι κι αυτό τώρα φουντώνει κι αυτό τώρα δυσανασχετεί. Μουγκρίζει, ξεφυσάει το λυσσασμένο. Έσπειρες την άλγεβρα και τη γεωμετρία, σειρές σειρές τα αξιώματα. Τι αναζητάς τώρα με τούτα τα καμώματα; Πού θες να τριγυρίσεις; Γιατί ρίχνεις τα ζάρια; Κι άλλη παρτίδα;

Φοβισμένε μου εαυτέ, πουλί μου αποδημητικό. Σε κυνηγούν, σε αρπάζουν από το λαιμό, κρύo το δέρμα σου, έτοιμο το κορμί σου για την πτώση. Η καρδιά σφυροκοπάει, η αναπνοή σου κόβεται. Σε έπιασαν τρομαγμένο μου;

Εαυτέ μου, μονάκριβε κι άξιε. Δε φοβάσαι πια μου είπαν. Δεν τρέμεις. Δε χαμπαριάζεις από απειλές και μαύρες σκιές. Ούτε σε πείθουν οπτασίες του απομεσήμερου.
Άξιε και πολύτιμε εαυτέ μου, τα ακροδάχτυλά σου ματωμένα. Τώρα  όμως, τώρα είσαι δυνατός, σχεδόν ανίκητος, τώρα έγκλειστοι είναι όλοι, μακριά σου. Κι αν έρθουν να σε βρουν, μαρτύρια και βάσανα θα τους αναχαιτίσουν. Και δε φοβάσαι πια μου είπαν.

Διεφθαρμένε μου ρεαλιστή. Εαυτέ μου. Αν ήσουν φως, ίσως να ήταν όλα αλλιώς. Αλλιώς να φταίω εγώ, αλλιώς να φταις εσύ. Μα μήπως αγάπη μου, φταίει το γυαλί;







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου